Οι βαθμίδες για τους διδάσκοντες μέχρι τώρα ήταν λέκτορας, επίκουρος καθηγητής, αναπληρωτής καθηγητής και καθηγητής. Η βαθμίδα του λέκτορα καταργείται και, στην ουσία, παραμένουν δύο βαθμίδες που θα έχουν μονιμότητα, αφού «οι επίκουροι καθηγητές εκλέγονται για τετραετή θητεία, με δυνατότητα ανανέωσης για άλλη μία θητεία ύστερα από κρίση». Από εκεί και πέρα ξεκινούν οι εργασιακές σχέσεις διαφόρων ταχυτήτων, αφού, σύμφωνα με το σχέδιο, «η διδασκαλία μαθημάτων στα ΑΕΙ, καθώς και η άσκηση των λοιπών διδακτικών δραστηριοτήτων μπορεί να ανατίθενται, με ατομικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας ενός έως τριών ακαδημαϊκών ετών, πλήρους απασχόλησης, σε εντεταλμένους διδασκαλίας».
Οι παραπάνω συμβάσεις «μπορεί να ανανεώνονται έτσι ώστε η συνολική θητεία των εντεταλμένων διδασκαλίας σε ένα ίδρυμα να διαρκεί το πολύ πέντε ακαδημαϊκά έτη». Πάντως, το κάθε ίδρυμα στον «οργανισμό» του θα καθορίζει «θέματα σχετικά με τα ειδικότερα προσόντα των υποψηφίων, τα όργανα, τη διαδικασία προκήρυξης, επιλογής και πρόσληψης και τον τρόπο απασχόλησής τους και κάθε σχετικό θέμα».Στην πραγματικότητα, ο κύριος όγκος της διδασκαλίας θα βγαίνει από αυτή τη μεγάλη μάζα ελαστικά εργαζόμενων διδασκόντων. Η ποικιλία των συμβάσεων που μπορεί να προκύψουν είναι μεγαλύτερη και πολύ χειρότερη ακόμα και από το σημερινό άθλιο καθεστώς των διδασκόντων του ΠΔ 407. Επιπλέον, ενώ η κυβέρνηση επαναλαμβάνει την αξιοκρατία και τη διαφάνεια ως έννοιες που θεραπεύονται από το νομοσχέδιο, στην πραγματικότητα με τη δυνατότητα που δίνεται για αυτές τις ατομικές συμβάσεις ανοίγει ο δρόμος για όργια ρουσφετιού...
Νομιμοποιούνται οι πολυθεσίτες καθηγητές
Σύμφωνα με το σχέδιο: «Οι καθηγητές εκλέγονται ως πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και εντάσσονται ανάλογα με το ιδιαίτερο καθεστώς απασχόλησής τους σε τρεις κατηγορίες: α) πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που λαμβάνουν το 100% των τακτικών αποδοχών, β) πλήρους απασχόλησης, που λαμβάνουν το 75% των τακτικών αποδοχών και γ) μερικής απασχόλησης, που λαμβάνουν το 35% των τακτικών αποδοχών».Πρόκειται για μια κατηγοριοποίηση που νομιμοποιεί το καθεστώς των καθηγητών που είναι ταυτόχρονα σύμβουλοι επιχειρήσεων ή είναι οι ίδιοι επιχειρηματίες ή στελεχώνουν φορείς και πρακτικά, πληρώνονται από δέκα μεριές και η ενασχόληση με την επιστήμη και τη διδασκαλία τους είναι πάρεργο, που την αναθέτουν σε βοηθούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές. Με τις παραπάνω τρεις κατηγορίες, το υπουργείο υποτίθεται ότι βάζει τάξη σε αυτή την κατάσταση, αλλά στην ουσία τη νομιμοποιεί, αφού εντασσόμενος στη δεύτερη ή την τρίτη κατηγορία ένας καθηγητής είναι πλήρως νομιμοποιημένος πια να ...τα παίρνει από δέκα μεριές.
Οι καθηγητές πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης μπορούν να αμείβονται, επιπλέον των τακτικών αποδοχών τους, μεταξύ άλλων, και «από χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα του ιδρύματός τους». Με αυτό τον τρόπο προσπαθεί το υπουργείο να δώσει κίνητρα σε έναν αριθμό καθηγητών να ενταχθούν στην πρώτη κατηγορία με αποκλειστική απασχόληση στο πανεπιστήμιο. Το κίνητρο είναι επιπλέον χρήματα για να κάνουν τη δουλειά τους, αφού η έρευνα είναι μέσα στα βασικά καθήκοντά τους. Ομως στην πραγματικότητα αποτελεί κίνητρο γιατί μέσα από τα ερευνητικά προγράμματα περνάει ο κυρίως όγκος της ιδιωτικής χρηματοδότησης στα ιδρύματα. Με άλλα λόγια, το κίνητρο για την αποκλειστική απασχόληση ενός καθηγητή στο ίδρυμα είναι και πάλι η δικτύωσή του με την αγορά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου