Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

«Της κοινωνίας η διαφορά» ...


«Μη γίνεις ρουφιάνος» ήταν μια απ' τις ωραιότερες προσταγές - ευχές των γονιών στα παιδιά τους. Στους σκοτεινούς καιρούς που ζούμε, μέσα από τον αστικό Τύπο, η ρουφιανιά προβάλλεται ως αρετή.
Πρόσχημα ένας «αγαθός σκοπός»: Να πιαστούν αυτοί που φοροδιαφεύγουν. Υποκρισία. Η φοροαποφυγή είναι επίσημη κρατική πολιτική. Και μια από τις μόνιμες κυρίαρχες αξιώσεις της αστικής τάξης. Το αστικό κράτος δεν ενδιαφέρεται γενικά για το μάζεμα φόρων. Για να μπορεί να φοροαπαλλάσσει τους καπιταλιστές καθαγιάζει κάθε πρόσθετο φόρο στα λαϊκά στρώματα.
Το ρουφιανιλίκι έχει για την αστική τάξη μια αξία αυτή καθαυτή. Είναι μέρος του διαίρει και βασίλευε. Με μια έννοια είναι και επόμενο βήμα.
Καλλιεργείται με πολλούς τρόπους (από τον πιο αθώο των διάφορων ριάλιτι, όπου η κάμερα δεν αφήνει απόκρυφο που να μην το βγάλει στη φόρα, ως το δημόσιο κράξιμο που γίνεται κανόνας στο τηλεοπτικό πρόγραμμα).
Η αύξηση των «παραπολιτικών» στον αστικό Τύπο είναι μέρος της ίδιας διαδικασίας. Η αναλυτική σκέψη πρέπει να εξαφανιστεί. Στη θέση της πρέπει να μείνει μόνο η φυτεμένη εντύπωση (άσχετο: σε τρεις διαφορετικές σελίδες στη χτεσινή «Καθημερινή» υπάρχει η φωτογραφία με τους Κούρους της Κορίνθου και τον Γερουλάνο, τυχαίο;)
Η αστική τάξη, ποντάρει πολλά στον «κοινωνικό αυτοματισμό». Εχει χτίσει ξανά και ξανά τις συμμαχίες της έτσι. Αυτό επιχειρεί και σήμερα. Να μετατρέψει σε δικούς της μαχητές, ένα μέρος από τα θύματά της, τους λεγόμενους μεσαίους. Το έκανε με επιτυχία στην Αγγλία. Σε σημείο που ορισμένοι υποχρεώθηκαν να θυμηθούν το «κουρδιστό πορτοκάλι» σαν μια κατάσταση απειλητική στο σήμερα.
***
Η καταστροφή εργατικού δυναμικού είναι μέσα στο πρόγραμμα. Οχι γιατί ο παγκόσμιος πληθυσμός έφτασε ήδη στα 7 δισ., αλλά γιατί συμβάλλει στο να μειωθεί κι άλλο η τιμή πώλησης του προϊόντος από τη χρήση του οποίου παράγεται όλος ο πλούτος. Το προϊόν εργατική δύναμη είναι στο στόχαστρο.
Η συνειδητοποίηση αυτής της επίθεσης γεννά οργή που παύει να 'ναι τυφλή, οργανώνεται για την ανατροπή.
Γεγονός που, με τη σειρά του, κινητοποιεί τις δυνάμεις της γαλήνης και της ηρεμίας, όπως κάτι καλλιτέχνες, που δεν μπορούσαν και δεν θα μπορέσουν ποτέ να γράψουν ποιήματα όταν οι μόνες λέξεις που επιζούν είναι το «ψωμί» και το «τσογλάνι» (μνήμη από το «σύννεφο με παντελόνια»).
***
Απ' το «η τέχνη δεν κάνει πολιτική» και το «κάντε έρωτα, όχι πόλεμο», φτάσαμε στο «συμφιλιωθείτε» μέσα από αθώα ερωτήματα του τύπου «προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός».
Τα εκατομμύρια των εργατών που ψάχνουν για δουλειά είναι προφανές πως πρέπει να συμφιλιωθούν με την ιδέα πως δουλειά πια σημαίνει «κινέζικοι μισθοί».
Οταν, όμως, οι καπιταλιστές τσακίζουν εργάτες, αυτό δεν είναι αλληλοσπαραγμός. Είναι πόλεμος.
Οταν στη διάρκεια αυτού του πολέμου φουντώνει το ταξικό μίσος δεν είναι για ξόρκισμα, είναι ευλογία.
Ενα ορισμένο είδος τέχνης (που δίκαια άλλοι εκτιμούν πως προσβάλλει την ιστορικο - κοινωνική προέλευση του όρου τέχνη) είχε πάντα ένα πρόβλημα με το δρόμο. Δεν τον άντεχε, εκτός κι αν ήταν του χεριού της, ένα φολκλορικό ντεκόρ στις υπαρξιακές αναζητήσεις του καλλιτέχνη.
Ετσι και σήμερα, αυτή η τέχνη έχει πρόβλημα. Πού να γράφει τώρα για ανεργία, φτώχεια, χτύπημα της αξιοπρέπειας; Κι ακόμα χειρότερα πώς να διαχειριστεί ως τέχνη όρους όπως λαϊκή εξουσία που περιέχουν και βία μέσα τους;
Παρά το ξόρκισμα της πολιτικής, τέτοιου τύπου καλλιτέχνες παίρνουν θέση: Προσπαθούν να εξημερώνουν τα πλήθη που όλο και πιο πολύ γυρνούν στους δρόμους με αγριεμένο βλέμμα.
Από το αίτημα για «κοινωνικό διάλογο» ως την προτροπή σε «συμφιλίωση» η διαφορά είναι μόνο «καλλιτεχνική».
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση προκύπτει ένα «άσε ήσυχο τον ταξικό σου αντίπαλο, κοίτα να τα βρεις με τον καλλιεργημένο από την αστική τάξη εαυτό σου, δηλαδή και με τον αντίπαλο». Στο τέλος, το ζητούμενο είναι πάντα ένας και ιδεολογικά άοπλος λαός. Που όμως θα παίρνει μέρος στη μάχη ενάντια στην ίδια του την ύπαρξη.
Με πόρνη είχε παρομοιάσει μια τέτοια τέχνη ο Βάρναλης σ' ανύποπτη εποχή. Αλλά και οι πόρνες είναι πολλές φορές πιο έντιμες από την τέχνη που υπηρετεί τους δυνατούς.
Ηταν και παραμένει διαφορά η ανησυχία της τέχνης στο Καματερό από την ανησυχία της τέχνης του χορηγούμενου. Στο Καματερό εργάτες ανεβάζουν θεατρικά όπως οργανώνουν την καθημερινή πάλη τους. Μερικοί χορηγούμενοι ανεβάζουν έργα για να προλάβουν την οργάνωση της οργής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου