Του Νικόλαου Μόττα*
Η
σημερινή πολιτική – τα Μνημόνια και τα μέτρα που αυτά επιβάλλουν – δεν
προήλθαν από “παρθενογέννεση”. Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος
ασφαλώς συνέβαλε στην επίσπευση τους και αποτέλεσε το βολικό πρόσχημα
για την επιβολή τους. Ο “προάγγελος” όμως της σημερινής πολιτικής
εντοπίζεται στην υπογραφή της περίφημης συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
στον Φλεβάρη του 1992, στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας. Τότε μπήκαν τα
θεμέλια της βαρβαρότητας. Τότε που δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία,
Γαλλία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Ιταλία, Βρετανία,
Ιρλανδία, Ελλάδα,
Ισπανία, Δανία Ολλανδία και Πορτογαλία) συνυπέγραφαν την συνθήκη
μετεξέλιξης της, έως τότε, Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) σε
Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Τι συνιστούσε όμως αυτή η “μετεξέλιξη” της ΕΟΚ σε
ΕΕ;
Συνιστούσε,
όπως αποδείχθηκε, το ολοκληρωτικό πέρασμα της Ευρώπης στο
νεοφιλελευθερισμό. Το Μάαστριχτ” υιοθετώντας πλήρως την αρχή του
ελεύθερου ανταγωνισμού στην οικονομία, στηρίχθηκε σε “τέσσερις
ελευθερίες”:
1. Την ελευθερία διακίνησης των κεφαλαίων απο χώρα σε χώρα με σκοπό τη δυνατότητα μεγιστοποίησης των κερδών.
2. Την ελευθερία μετακίνησης των αγαθών χωρίς δασμούς εντός της Ένωσης.
3. Την ελευθερία των υπηρεσιών.
4. Την ελευθερία μετακίνησης των προσώπων (ώστε η εργασία να πωλείται οπουδήποτε αντί “πινακίου φακής”).
Η
περιβόητη ελευθερία διακίνησης των κεφαλαίων αποτέλεσε θεμελιώδη κανόνα
της Συνθήκης στο πλαίσιο της δημιουργίας της Οικονομικής και
Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) – της σημερινής ευρωζώνης. Σύμφωνα λοιπόν με
το άρθρο 73β του Μάαστριχτ «απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των
κινήσεων κεφαλαίων». Ως αποτέλεσμα αυτού δώθηκε το “πράσινο φως” στους
μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και τα κάθε λογής μονοπώλια να
μεταφέρουν τα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα τους όπου υπάρχει φτηνό εργατικό
δυναμικό. Μια ματιά στον αριθμό των – επιδοτούμενων - “μετακομίσεων” των
ελληνικών εταιρειών σε γειτονικές χώρες (Βαλκάνια, Κύπρο) επιβεβαιώνει
του λόγου το αληθές. Κατά τη δεκαετία του '90 οι επενδύσεις ελληνικών
επιχειρήσεων στα Βαλκάνια έφτασαν τα 3,4 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ μια
σειρά επιχειρηματικών μονοπωλίων που είχαν έδρα την Ελλάδα προχώρησαν
σε εξαγωγές κεφαλαίων, βάζοντας λουκέτο στα εργοστάσια τους όταν
θεώρησαν ότι δεν τους αποφέρουν την αναγκαία – για την απληστία τους –
υπερκερδοφορία. Συμπέρασμα; Η ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων συνέβαλε
όχι μόνο στη δημιουργία ενός τεράστιου καπιταλιστικού “καζίνο” (εντός
της Ε.Ε., όπου οι μονοπωλιακοί επιχειρηματικοί όμιλοι “τζογάριζαν” με
στόχο το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος) αλλά αποτέλεσε παράγοντα αύξησης της
ανεργίας. Πόσες εργοστασιακές μονάδες δεν έκλεισαν, πόσες μεγάλες
επιχειρήσεις δε μετέφεραν αλλού τις δραστηριότητες τους για υψηλότερη
κερδοφορία, πόσοι εργαζόμενοι δεν πετάχτηκαν στον κάλαθο της ανεργίας ως
“μη παραγωγική δύναμη”;
Υπηρετώντας
το σχέδιο για μια Ευρώπη των κεφαλαιοκρατών και των μονοπωλίων, το
“Μάαστριχτ¨” έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία της ευρωζώνης. Η ΟΝΕ – ή
καλύτερα το “όραμα του κοινού νομίσματος” που ευαγγελίζονταν οι κάθε
λογής φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες – δεν ήταν
τίποτε άλλο από τον “Δούρειο Ίππο” της αιώνιας λιτότητας. Η λιτότητα
αυτή αποτέλεσε αναπόσπαστο στοιχείο της περίφημης δημοσιονομικής
σύγκλισης με σκοπό τη δημιουργία της ευρωζώνης. Η συνθήκη του Μάαστριχτ –
που στην συνέχεια εμπλουτίστηκε και μετεξελίχθηκε (Άμστερνταμ 1997,
Νίκαια 2001, Λισαβώνα 2007, Στρατηγική «Ευρώπη 2020») – θεμελίωνε
συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την περίφημη σύγκλιση. Οι προϋποθέσεις
αυτές αφορούσαν, σε γενικές γραμμές, το δημόσιο χρέος, τα ελλείματα των
κρατικών προϋπολογισμών, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια και τον πληθωρισμό.
Επί της ουσίας έβαζαν το λαό στο μονόδρομο της ασφυκτικής δημοσιονομικής
πολιτικής με αντάλλαγμα μια κάποια... μελλοντική ευημερία και ανάπτυξη
στην ενιαία νομισματική οικογένεια. «Ευημερία και ανάπτυξη» για ποιούς
όμως...;
Δύο βασικά σχόλια μπορούν να γίνουν επ' αυτού:
1.
Η “σύγκλιση” των ευρωπαϊκών οικονομιών ήταν, εξ' αρχής, ένας στόχος που
δεν μπορούσε να επιτευχθεί. Πως είναι δυνατόν χώρες με πολύ
διαφορετικές – μεταξύ τους – παραγωγικές δυνατότητες να υιοθετήσουν, όχι
μόνο την ίδια δημοσιονομική πολιτική, αλλά και το ίδιο νόμισμα; Στην
πρώτη μεγάλη κρίση του καπιταλιστικού οικοδομήματος η περίφημη ΟΝΕ (ή
ευρωζώνη) κινδύνευε να διαλυθεί εκ των έσω. Αυτό αποδείχθηκε περίτρανα
με την κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Ποιόν λοιπόν συνέφερε η
δημιουργία του κοινού νομίσματος;
«Νομίζω
πως η ζαριά κρίθηκε και η μοίρα προδιαγράφηκε από τη στιγμή που
υπογράφηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, που άνοιξε τον δρόμο για την
θέσπιση του ενιαίου νομίσματος. Είναι κάτι που το ήθελε όλη η ευρωπαϊκή
ελίτ. Ούτε ένας δεν βρέθηκε να πει: "Ας πάμε ολοταχώς να κάνουμε κάτι
άλλο”» (The Independent, 30 Μάη 2012). Τα λόγια αυτά δεν ανήκουν σε
κάποιο βουλευτή του ΚΚΕ η αρθρογράφο του “Ριζοσπάστη”. Είναι λόγια του
φιλελεύθερου – όπως αυτοαποκαλείται ο ίδιος – νομπελίστα οικονομολόγου
Πωλ Κρούγκμαν. Το ότι η «μοίρα προδιαγράφηκε» με το Μάαστριχτ και το
ενιαίο νόμισμα, που το ήθελε «όλη η ευρωπαϊκή ελίτ», αποτελεί απάντηση
σε όλους όσους λιβάνιζαν επί σχεδόν δύο δεκαετίες το όραμα της
ευρωζώνης. Και γίνεται ακόμη πιο ηχηρή αυτή η απάντηση όταν εξστομίζεται
απο τα χείλη ενός διακεκριμένου αστού οικονομολόγου, επιστημονικό
γέννημα-θρέμμα του οικονομικού φιλελευθερισμού.
2.
Το σχέδιο για τη δημιουργία της ευρωζώνης έθεσε τα θεμέλια για τις
πλέον αντιδραστικές και αντιλαϊκές πολιτικές που βαφτίστηκαν
“μεταρρυθμίσεις”. Η λιτότητα που ξεκίνησε επί της νεοφιλελεύθερης
κυβέρνησης Μητσοτάκη, συνεχίστηκε με τις “εκσυγχρονιστικές” κυβερνήσεις
Σημίτη και έφτασε μέχρι τα μνημόνια του σήμερα αποτέλεσε βασική ρήτρα
της συνθήκης του Μάαστριχτ. Η Ε.Ε. που προέκυψε μέσα απ' το Μάαστριχτ
έπρεπε να ανταγωνιστεί τις υπόλοιπες καπιταλιστικές δυνάμεις σε διεθνές
επίπεδο – κυρίως τις ΗΠΑ - και για να το πετύχει αυτό έπρεπε να
επενδύσει στην “ανάπτυξη” και την “ανταγωνιστικότητα”. Στο πλαίσιο του
μονοπωλιακού καπιταλισμού οι δύο αυτές λέξεις ερμηνεύονται ως εξής:
“Ανταγωνιστικότητα”, δηλαδή ελεύθερο πεδίο για την αύξηση των κερδών του
κεφαλαίου με ταυτόχρονη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης
(φτηνότεροι εργάτες, υψηλότερα κέρδη) και “Ανάπτυξη” των ευρωπαϊκών
μονοπωλίων, των επιχειρηματικών κολοσσών με ταυτόχρονη συμπίεση προς τα
κάτω του λαϊκού εισοδήματος, αύξηση ορίων συνταξιοδότησης, κουρέλιασμα
του κοινωνικού κράτους.
Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε το σύνολο των επίσημων στατιστικών
στοιχείων που πιστοποιούν τα αποτελέσματα που η πολιτική του “Μάαστριχτ”
- και των μεταγενέστερων συμφωνιών κορυφής (Άμστερνταμ, Στρατηγική της
Λισαβώνας, Σύμφωνο σταθερότητας) – είχε στην ελληνική κοινωνία. Αρκεί να
αναφέρουμε τα εξής (στοιχεία ICAP):
ñ
Το 1990, τρία δηλαδή χρόνια πριν την εφαρμογή του “Μάαστριχτ”, τα κέρδη
των επιχειρήσεων στην Ελλάδα (ΑΕ και ΕΠΕ) ανέρχονταν σε 575 εκατομμύρια
ευρώ. Το 2007, τα κέρδη των εταιριών-επιχειρήσεων στην Ελλάδα είχαν
φτάσει τα 16 δισεκατομμύρια ευρώ, έχοντας αυξηθεί 28 φορές.
ñ Τα επίσημα καθαρά κέρδη της ελληνικής βιομηχανίας μεταξύ 1991 – 1994 αυξήθηκαν κατά 1.476%, δηλαδή 1.576 φορές.
ñ
Την περίοδο 1990-2007, η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν μόλις 1%. Η δε
ουσιαστική αύξηση του μισθού ενός ανειδίκευτου εργάτη ήταν... 15 ευρώ.
ñ
Το 1990 το ποσοστό των κερδών των επιχειρήσεων σε σχέση με το ΑΕΠ της
χώρας ήταν 1,5%. Το 2007 το ποσοστό των κερδών των επιχειρήσεων ανήλθε
στο 7,7% του ΑΕΠ. Που σημαίνει ότι αυξήθηκε πάνω από 5 φορές, ισόποσα
δηλαδή προς την αύξηση του ΑΕΠ.
Συμπέρασμα;
Η περιβόητη “ανάπτυξη” ήρθε, πράγματι, όπως ήλπιζαν οι συνυπογράφοντες
την συνθήκη του Μάαστριχτ. Ήρθε, όπως είδαμε παραπάνω, για το μεγάλο
κεφάλαιο και τη διόγκωση των κερδών των μονοπωλιακών ομίλων. Δεν ήρθε
ποτέ για τον ελληνικό λαό. Αντιθέτως, μια σειρά από μέτρα έβαλαν στο
“στόχαστρο” μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές κατακτήσεις, φτάνοντας
μέχρι στον σημερινό εργασιακό μεσαίωνα. Μέτρα που προβλέπονταν στην
λεγόμενη “Λευκή Βίβλο”, ένα “πλαίσιο δράσης” που συμφωνήθηκε και
εγκρίθηκε στην Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στις 11 Δεκέμβρη 1993. Αν το
Μάαστριχτ έθεσε τα θεμέλια για την...ξεθεμελίωση των λαϊκών εργατικών
δικαιωμάτων, η Λευκή Βίβλος έριξε το μπετόν που απαιτούνταν για να
“δέσει” το νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Σύμφωνα με την “Λευκή Βίβλο”, λοιπόν:
1.
Τα κράτη μέλη της ΕΕ οφείλουν «να θέσουν ως στόχο τη μείωση του μη
μισθολογικού κόστους της εργασίας που να αντιστοιχεί σε μια ή δυο
μονάδες του ΑΕΠ».
2.
Μείωση των κοινωνικών εισφορών που αφορούν «τις θέσεις απασχόλησης, που
δεν απαιτούν ειδίκευση» (θέση 8.2). Και σε άλλο σημείο ορίζεται ότι “η
μείωση αυτή θα μπορούσε να αφορά τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των
εργοδοτών” (θέση 9.3).
3.
Μείωση εργοδοτικών εισφορών που χρηματοδοτούν οικογενειακά επιδόματα,
ελάχιστες παροχές γήρατος, σοβαρές ασθένειες, μακροχρόνια ανεργία» (θέση
8.3).
4.
«Καθιέρωση μεγαλύτερης ευελιξίας πρέπει να γίνει σε θέματα οργάνωσης της
εργασίας, π.χ. καταργώντας τα εμπόδια που καταστούν δυσχερέστερη ή πιο
δαπανηρή την απασχόληση με μειωμένο ωράριο ή τις συμβάσεις ορισμένου
χρόνου». Μετάφραση: Να χτυπηθεί η εργατική κατάκτηση του 8ωρου, να
γίνουν νόμος οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου και η μερική απασχόληση.
5.
«Για να διευκολύνεται η απασχόληση των νέων, προτείνεται να καθιερωθεί
μεγαλύτερη ευελιξία ως προς τον ελάχιστο μισθό, τις μειωμένες κοινωνικές
εισφορές ή άλλους όρους της σύμβασης, π.χ. μέσω της θέσπισης ευέλικτων
συστημάτων μαθητείας, κατάρτισης ή πρακτικής άσκησης» (θέση 8.2).
Τα
παραπάνω αποτελούν σαφή δείγματα επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα και
τις κοινωνικές κατακτήσεις. Με την “Λευκή Βίβλο” τίθενται οι βάσεις για
την αναπροσαρμογή της σχέσης εργοδοσίας-μισθωτής εργασίας προς όφελος
ασφαλώς του Κεφαλαίου. Για να γίνει αυτό οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις
όφειλαν να ακολουθήσουν πολιτική τέτοια που να αποδομεί σταδιακά τα
ασφαλιστικά δικαιώματα, να μειώνει μισθούς (με την συνήθη πρόφαση ότι
«δεν βγαίνει ο προϋπολογισμός»), να προωθεί την “ευέλικτη” εργασία, την
ημι-απασχόληση, την ελαστικοποίηση των εργασιακών συμβάσεων.
Η
κρίση – αυτήν που δημιούργησε η υπερσυσσώρευση κερδών του μεγάλου
Κεφαλαίου – ήρθε ως “κερασάκι στην τούρτα” για την εφαρμογή της
κοινωνικής βαρβαρότητας που προέβλεπε το Μάαστριχτ και η “Λευκή Βίβλος”.
Έτσι, λοιπόν, οι εργαζόμενοι (όσοι δεν έχασαν τις δουλειές τους)
γίνονται ημι-απασχολούμενοι με πετσοκομμένα εργασιακά δικαιώματα, οι
ημι-απασχολούμενοι πέρασαν στην ανεργία, δημιουργήθηκε η “γενιά των 300
και 400 ευρώ” και, με τη μεθοδευμένη αύξηση των ορίων ηλικίας
συνταξιοδότησης δημιουργούνται οι “αιώνια εργαζόμενοι”, (αλυσο)δεμένοι
στη δουλειά τους μέχρι το τέλος.
Κάποιοι το ψήφισαν – Κάποιοι προειδοποιούσαν.
Η
Συνθήκη του Μάαστριχτ κυρώθηκε στις 29 Ιούλη του 1992 από τη Βουλή των
Ελλήνων με τις ψήφους τεσσάρων κομμάτων: Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, Πολιτική
Άνοιξη, Συνασπισμός. Κατά της Συνθήκης ψήφισε το ΚΚΕ. Αξίζει να
σημειωθεί ότι η Συνθήκη – που υπογράφτηκε στην ομώνυμη ολλανδική
κωμόπολη στις 7 Φλεβάρη 1992 και τέθηκε σε ισχύ το Νοέμβρη του 1993 –
ψηφίστηκε στη Βουλή χωρίς να έχει προηγουμένως γνωστοποιηθεί με σχετικό
κείμενο στους βουλευτές. Ταυτόχρονα δε, οι πολιτικές δυνάμεις που
υπερψήφισαν το Μάαστριχτ (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός) απέρριψαν τότε σχετικό
αίτημα του ΚΚΕ για διεξαγωγή δημοψηφίσματος ώστε να ενημερωθεί και να
αποφανθεί ο ελληνικός λαός.
Την
ώρα που οι ηγεσίες των αστικών κομμάτων και του Συνασπισμού
υπερθεμάτιζαν την σημασία της συμμετοχής της Ελλάδας στην “ευρωπαϊκή
ενοποίηση”, κάποιοι προειδοποιούσαν για τις συνέπειες: Ο ευρωμονόδρομος
είναι αντίληψη «που ταυτίζει τα συμφέροντα των εργαζομένων και της χώρας
με τα συμφέροντα και τις επιλογές του μεγάλου ντόπιου και ξένου
κεφαλαίου. Αντίληψη που καταδικάζει την Ελλάδα στο περιθώριο των
πολιτικών που χαράσσουν οι ισχυροί της ΕΟΚ. Το όραμα της "Ενωμένης
Ευρώπης", της Ευρώπης των μονοπωλίων, που συνενώνει και εμπνέει
βιομηχάνους, εφοπλιστές, μεγαλέμπορους, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, "ΣΥΝ" και ο
συγκεκριμένος στόχος "να μπούμε στο σκληρό πυρήνα της ΕΟΚ" δεν έχει
καμιά σχέση με τα οράματα και τις ανάγκες της εργατικής τάξης, των
εργαζομένων» σημείωνε σε ανακοίνωση της (Μάης 1992) η Κ.Ε. του
Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας προσθέτοντας αναφορικά με την περίφημη
σύγκλιση των ευρωπαϊκών οικονομιών: «Οι διαφορές που υπάρχουν είναι
τέτοιες που είναι αδύνατο να υπάρξει σύγκλιση, υπό την κυριαρχία των
μονοπωλίων». Δύο δεκαετίες μετά η ίδια η πραγματικότητα επιβεβαίωσε
απόλυτα τα παραπάνω: Ούτε η σύγκλιση επιτεύχθηκε, ούτε οι εργαζόμενοι,
τα χαμηλά και μεσαία στρώμματα της ελληνικής κοινωνίας είδαν την
ανάπτυξη και ευημερία που θα έρχονταν απ' την συμμετοχή της χώρας στον
“σκληρό πυρήνα” της Ένωσης. Ακριβώς το αντίθετο συνέβη.
Αυτό
όμως που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η συνεχιζόμενη άρνηση του
Συνασπισμού – του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ – να αποδεχθεί το κολοσσιαίο λάθος
της υπερψήφισης του Μάαστριχτ. «Επιλέγουμε την πορεία προς την Ενωμένη
Ευρώπη και θέλουμε να συμβάλουμε στη συνειδητή αποδοχή της από την κοινή
γνώμη» έλεγε στη Βουλή τον Ιούνη του 1992 ο τότε εισηγητής του
Συνασπισμού και ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς Γρηγ. Φαράκος. Λίγα
χρόνια αργότερα, όταν το 1997 στη Γαλλία εκλέχθηκε πρωθυπουργός ο
σοσιαλιστής Λιονέλ Ζοσπέν, ο τότε Συνασπισμός της Προοδευτικής
Αριστεράς, δια στόματος του προέδρου του Ν.Κωνσταντόπουλου, χαρακτήριζε
το γεγονός ως «θετικό βήμα στην προσπάθεια για την προοδευτική
αναθεώρηση της συνθήκης του Μάαστριχτ, για μια ενιαία δημοκρατική και
κοινωνική Ευρώπη» (Ελευθεροτυπία, 2 Ιούνη 1998). Τελικά, όχι μόνο
“προοδευτική αναθεώρηση” του Μάαστριχτ δεν έγινε (πως θα μπορούσε να
γίνει άλλωστε;) αλλά η Ε.Ε. προχώρησε σε νέες, ακόμη περισσότερο
αντιδραστικές συνθήκες εμπλουτίζοντας συνεχώς το αντεργατικό, αντιλαϊκό
και βαθιά μονοπωλιακό χαρακτήρα των πολιτικών της.
Για
το Μάαστριχτ ρωτήθηκε σε συνέντευξη του το 2008 και ο σημερινός
πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας. Η απάντηση του απογοήτευσε όσους
περίμεναν έστω ένα δείγμα κομματικής αυτοκριτικής: «Το ζήτημα για εμάς
τότε ήταν αν θα ήμασταν αρνητικοί ή αν θα ήμασταν "ανεκτικοί" στην
ολοκλήρωση της Ευρώπης (...). Επιλέξαμε το δεύτερο δρόμο». Αυτό που
απέφυγε να συμπληρώσει ο Α.Τσίπρας είναι οι δραματικές επιπτώσεις αυτής
της επιλογής και οι αυταπάτες που η παράταξη του σπέρνει στον ελληνικό
λαό. Αυταπάτες για τον δήθεν εξανθρωπισμό του καπιταλιστικού συστήματος
μέσα απο μια διαχειριστική λογική που είναι «και με τον αστυφύλαξ και με
τον χωροφύλαξ» - και με τον εργαζόμενο λαό και με τα μονοπώλια. Και αν
κρίνουμε απ' την τωρινή πορεία της αξιωματικής αντιπολίτευσης τα ολέθρια
λάθη του παρελθόντος δεν τους έγιναν μάθημα.
Το Μάαστριχτ ζει και τους οδηγεί.
*Ο
κ. Νικόλαος Μόττας είναι υποψήφιος διδάκτωρ (PhD) Πολιτικής Ιστορίας
και Εξωτερικής Πολιτικής. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το Γενάρη του 1984,
σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου
και κατέχει μεταπτυχιακούς τίτλους στις Διπλωματικές Σπουδές
(Διπλωματική Ακαδημία Λονδίνου) και στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις
(Πανεπιστήμιο Τελ Αβιβ). Υπήρξε επί τριετία τακτικός συνεργάτης των
εφημερίδων «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη» αρθρογραφώντας γιά διεθνή
γεγονότα, ενώ κείμενα του περί ελληνικής, ευρωπαϊκης και διεθνούς
πολιτικής έχουν δημοσιευθεί και σε αγγλόφωνες πηγές. Είναι ίδρυτής και
διαχειριστής του ελληνικού αρχείου Τσε Γκεβάρα, www.guevaristas.net.
από: Palmografos.com - Μάαστριχτ 1992: Ο «προάγγελος» της βαρβαρότητας - Του Νικόλαου Μόττα*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου