- Εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία της Αλ. Παπαρήγα, ΓΓ της ΚΕ
- Συνεχίζονται σήμερα και ολοκληρώνονται αύριο οι εργασίες στην έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ με τη συμμετοχή 76 Κομμάτων από 58 χώρες
Ξεκίνησαν, χτες, στην έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ οι εργασίες της τριήμερης 13ης Διεθνούς Συνάντησης των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων που φιλοξενείται και πάλι για φέτος στην Αθήνα, μετά από ένα «ταξίδι» σε 4 ηπείρους και 5 πρωτεύουσες χωρών. Το θέμα της Συνάντησης είναι: «Ο Σοσιαλισμός είναι το μέλλον. Η διεθνής κατάσταση και η εμπειρία των κομμουνιστών 20 χρόνια μετά την αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ. Τα καθήκοντα για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, ιμπεριαλιστικών πολέμων, των σύγχρονων λαϊκών αγώνων και εξεγέρσεων, για τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα, την ενίσχυση του προλεταριακού διεθνισμού και του αντιιμπεριαλιστικού μετώπου, για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του Σοσιαλισμού».Το καλωσόρισμα στη Συνάντηση έκανε ο Κώστας Παπαδάκης, μέλος της Γραμματείας και του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του Κόμματος, ενώ συμμετέχουν αντιπρόσωποι 76 κομμάτων από 58 χώρες (κάποια από τα 83 κόμματα που είχαν δηλώσει συμμετοχή αντιμετώπισαν τεχνικά προβλήματα και δεν μπόρεσαν να φτάσουν στην Αθήνα). Τις εργασίες της Συνάντησης, επίσης, παρακολουθεί πολυμελής αντιπροσωπεία του ΠΓ και της ΚΕ του Κόμματος.
Την εισηγητική παρέμβαση, από την πλευρά του ΚΚΕ, έκανε η Αλέκα Παπαρήγα, ΓΓ της ΚΕ (εκτενή αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύουμε σήμερα και όλη την ομιλία στον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη»).
Στην παρέμβασή της σημείωσε ανάμεσα σε άλλα:«Αγαπητοί σύντροφοι και συντρόφισσες,
Θερμά σας καλωσορίζουμε ξανά στην Αθήνα. Οπως γνωρίζετε εδώ ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Κόμματός μας η πρώτη Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων το 1998 για το συντονισμό και την κοινή δράση, αλλά και την ανασυγκρότηση του διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος που αντιμετωπίζει ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική κρίση.
Με τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης στη χώρα μας, βρεθήκαμε ιδεολογικά και πολιτικά προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε, με πολύ γρήγορη προσαρμογή, τα αυξημένα καθήκοντά μας, να εξειδικεύσουμε τη στρατηγική και την τακτική μας, να
συμβάλουμε στη συσπείρωση και μαχητικοποίηση εργατικών, λαϊκών δυνάμεων, με ριζοσπαστικά αιτήματα και προωθημένες μορφές πάλης. Η ετοιμότητά μας αυτή οφείλεται κατά τη γνώμη μας σε δύο συνδυασμένους λόγους, που ας μας επιτραπεί να πούμε, ξεπερνάνε τη σημασία τους σε εθνικό επίπεδο: 1. Το ΚΚΕ υπερασπίστηκε, και στις πιο δύσκολες συνθήκες, το σοσιαλισμό από την έξαλλη αντικομμουνιστική επίθεση, την προσφορά της ΕΣΣΔ στην πάλη των λαών. Αλλά δεν αρκέστηκε σ' αυτό. Από τις αρχές ακόμα της 10ετίας του '90 δώσαμε προτεραιότητα στην, αναγκαστικά, μακρόχρονη επιστημονική διερεύνηση, με βάση και αρχειακό υλικό, των αιτιών της νίκης της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ, αλλά και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες.
2. Ταυτόχρονα, δώσαμε ιδιαίτερη σημασία στη μελέτη των οικονομικών και των πολιτικών εξελίξεων στην ΕΕ, στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών, και βεβαίως των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα, με αιχμή τις συνέπειες που είχαμε και κυρίως θα αντιμετωπίσουμε ως κράτος - μέλος και ενώ σήμερα οι φυγόκεντρες τάσεις είναι εμφανείς.
Στο ίδιο διάστημα, δεν υπήρξε πολιτικό ζήτημα μεγάλης ή μικρής σημασίας, και ιδιαίτερα εργατικό, λαϊκό οικονομικοκοινωνικό πρόβλημα που δεν προσπαθήσαμε με δουλειά από τα κάτω κυρίως να υπάρξει συσπείρωση δυνάμεων σε κοινωνικοταξική βάση, πλατιά διαφώτιση για την κρίση, το χαρακτήρα της και τη διέξοδο, για την οργάνωση και κλιμάκωση της ταξικής πάλης με όλες τις μορφές από τα πάνω προς τα κάτω και αντίστροφα, ώστε να προσελκυσθούν νέες εργατικές λαϊκές μάζες.
Εγινε μια σχετικά πρωτόγνωρη προσπάθεια με νέες μορφές πάλης και με σύνθημα την ανυπακοή και απειθαρχία π.χ. να οργανωθεί συλλογικά η αντίσταση, ώστε να μην πληρώνονται τα σαββατοκύριακα του καλοκαιριού τα χαράτσια των διοδίων, τα εισιτήρια εισόδου στις ιδιωτικοποιημένες παραλίες και πρόσφατα το τέλος κατοικίας στο λογαριασμό της ΔΕΗ που το συνοδεύει η απαράδεκτη και πρωτοφανής απειλή της διακοπής του ρεύματος, ανεξάρτητα αν έχει καταβληθεί στο σύνολό του το ποσό της κατανάλωσης.
Το κύριο μέτωπο πάλης κατευθύνεται, βεβαίως κατά της ανεργίας, κατά της μείωσης των μισθών και συντάξεων, των απολύσεων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, στις προσωρινές ελαστικές μορφές απασχόλησης, στη συντριπτική μείωση της χρηματοδότησης των ασφαλιστικών ταμείων, της Παιδείας, Υγείας, πρόληψης και Πρόνοιας, κατά των σοβαρών περικοπών στα ΑμΕΑ, κατά της μείωσης έως και κατάργησης παροχών μητρότητας, χρηματοδότησης των παιδικών σταθμών κ.λπ.
Πρόκειται για ένα ζήτημα που απαιτεί την κοινή στάση των κομμουνιστικών κομμάτων και των εργατικών κινημάτων, ένα ζήτημα που η ενότητα είναι καίριας σημασίας. Θα πρέπει να μας δοθεί η ευκαιρία, ίσως σε επόμενη περιφερειακή ή τοπική Συνάντηση, να ανταλλάξουμε γνώμες για το σοβαρό αυτό ζήτημα, ενισχύοντας σε κάθε περίπτωση το μέτωπο κατά του λεγόμενου "πολυπολικού κόσμου", που συνιστά προσπάθεια στη χειραγώγηση των λαών και στην ενσωμάτωση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, στις αντιθέσεις του.
Είναι ολοφάνερο σήμερα ότι υπάρχει αδιέξοδο στην αστική διαχείριση της κρίσης. Οι κλασικές συνταγές δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν με την όποια ευκολία εφαρμόσθηκαν στο παρελθόν, η διαχείριση των συνεπειών της κρίσης είναι αδύνατη, ιδιαίτερα της ανεργίας, της φτώχειας. Εκτιμάμε ότι η ανάκαμψη και όταν έλθει θα είναι αναιμική και ίσως πριν έλθει αυτή σημειωθεί νέος κύκλος κρίσης.
Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι ο σχεδιασμός και η κλιμάκωση της ταξικής πάλης, ώστε να μπουν - όσο γίνεται - εμπόδια στα χειρότερα μέτρα που έρχονται, να καθυστερήσουν νέες επιλογές και να κερδηθεί χρόνος για την αντεπίθεση, που η έκβασή της πρέπει να κατευθύνεται στην ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, του αστικού πολιτικού συστήματος, για την εργατική λαϊκή εξουσία, το σοσιαλισμό.
Η λαϊκή αγανάκτηση δεν αρκεί για να φέρει τη λαϊκή αντεπίθεση, αν δεν αποκτήσει αντιμονοπωλιακό, στην ουσία αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο. Δεν πρέπει καθόλου να υποτιμηθεί η εμπειρία της αστικής τάξης και των κομμάτων της να εκτονώνουν και να εκτρέπουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, κάτι που φάνηκε και στην περίπτωση της λεγόμενης "αραβικής άνοιξης" με τη μια ή την άλλη ιδιομορφία από χώρα σε χώρα. Επομένως, το ερώτημα ρήξη ή υποταγή είναι απολύτως επίκαιρο.
Μπροστά στα αδιέξοδα διαχείρισης της κρίσης συνέβη το απολύτως προβλεπόμενο και φυσιολογικό για τους υπερασπιστές του καπιταλιστικού συστήματος: Συγκροτήθηκε κυβέρνηση συνεργασίας μέσα από τη διαδικασία του κοινοβουλίου, αλλά και τη δυναμική παρέμβαση της ΕΕ, ανάμεσα στα δύο βασικά αστικά κόμματα και ένα μικρό ακροδεξιό κόμμα, που τα τελευταία χρόνια κάνει τη βρώμικη δουλειά της προβοκάτσιας και του αντικομμουνισμού για λογαριασμό, πριν απ' όλα, του ΠΑΣΟΚ αλλά και της ΝΔ.
Η αστική τάξη επιθυμεί, βεβαίως, ο κορμός συνεργασίας να είναι ανάμεσα στα δύο αστικά κόμματα, το φιλελεύθερο και τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά ταυτόχρονα προβληματίζεται μήπως μια τέτοια συνεργασία διευκολύνει την απαγκίστρωση εργατικών λαϊκών δυνάμεων και από τα δύο κόμματα, ιδιαίτερα από το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ. Το τελευταίο διάστημα, ανοικτά λέγεται ότι πρέπει να υπάρξει ένα ευρύτερο μέτωπο για να επιβάλει τη λαϊκή συναίνεση και με στόχο να παρεμποδισθεί η ευρύτερη διάδοση και απήχηση της πολιτικής πρότασης του ΚΚΕ.
Εχει ενδιαφέρον η τυχοδιωκτική ευκινησία του οπορτουνιστικού χώρου, όσον αφορά την πολιτική των συμμαχιών, καθώς από μέρα σε μέρα την τροποποιεί, πότε μιλά για ενότητα των αριστερών δυνάμεων, πότε προοδευτικών και αριστερών, πότε πατριωτικών και προοδευτικών, πότε δημοκρατικών, προσπαθώντας να προσεγγίσει δυνάμεις και από το χώρο του φιλελεύθερου αστικού κόμματος.
Επιμένουν ότι το λαό τον συμφέρει η ενότητα και διάσωση της Ευρωζώνης, υιοθετούν πλευρές έως και την ίδια την οικονομική διακυβέρνηση, προβάλλουν ως κρίσιμο ζήτημα την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, την κρατικοποίηση τραπεζών, ενώ έλκονται πότε από το παράδειγμα της Αργεντινής, πότε εκθειάζουν το παράδειγμα της Ουγγαρίας, πότε θεωρούν ότι μια άλλη κυβέρνηση χώρας της ΕΕ χειρίστηκε τα ζητήματα καλύτερα, αποδεικνύοντας ότι είναι σταθεροί διαχειριστές του συστήματος. Αυτό ισχύει και για το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς που προβάλλει παρόμοιες απόψεις.
Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο λαός μπορεί να διαπιστώσει ότι το κεφάλαιο, τα μονοπώλια, η εξουσία τους δεν έχουν την ίδια πατρίδα με το λαό.
Εμείς ανοικτά στο λαό μιλάμε για κοινωνικοπολιτική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φτωχά μικροαστικά λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου. Για την ανασύνταξη του εργατικού λαϊκού κινήματος, με σαφή αντιιμπεριαλιστικό - αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό, σε τελευταία ανάλυση αντικαπιταλιστικό. Με σαφή προσανατολισμό να αξιοποιήσει σε κάθε χώρα κάθε ρωγμή, κάθε τριγμό της αστικής διακυβέρνησης, με κατεύθυνση την αποδυνάμωσή του, την ανατροπή του κεφαλαίου.
Η πολιτική συμμαχιών εξ αντικειμένου είναι δύο ειδών, ανεξάρτητα της ποικιλίας μορφών που μπορεί να πάρει, ή θα έχει στόχο τη διατήρηση και μακροημέρευση της αστικής πολιτικής εξουσίας ή θα υπάρχει βασική συμφωνία για την κατάκτηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας.
Το ΚΚΕ καλεί το λαό να αγωνιστεί για να γίνουν λαϊκή ιδιοκτησία τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής στη βιομηχανία, να κοινωνικοποιηθεί η γη, οι μεγάλες επιχειρήσεις στον αγροτικό τομέα και το συγκεντρωμένο εμπόριο. Στηριγμένη σε αυτές τις σχέσεις, να αναδιαρθρωθεί η αγροτική παραγωγή με κίνητρα συγκέντρωσής της αρχικά σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς.
Βεβαίως, δεν υπάρχει επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα, ώστε να τεθεί πρακτικά και ως άμεσο καθήκον η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, όμως όλα τα πράγματα δείχνουν ότι το εργατικό κίνημα, το πιο ριζοσπαστικό τμήμα του λαού, αν δε θέσει ζήτημα η πάλη να κατευθύνεται προς την εργατική εξουσία, θα εγκλωβιστεί στις παραλλαγές αστικής διαχείρισης και θα ακυρώσει κάθε δυνατότητα κλιμάκωσης και προοπτικής.
Πριν από την κρίση, το ζήτημα της εργατικής εξουσίας φάνταζε ίσως στα μάτια και στο μυαλό πολλών ως σύνθημα ζύμωσης. Ομως σήμερα, από τα ίδια τα πράγματα, αποδεικνύεται ως υποχρεωτικός σκοπός δράσης, δίνει νόημα στον καθημερινό αγώνα, σε συνθήκες βαθιάς κρίσης, σε συνθήκες που δε γίνονται ελιγμοί και παραχωρήσεις από την αστική τάξη. Το πρόβλημα της εξουσίας επηρεάζει σήμερα τις μορφές πάλης, δίνει προτεραιότητα στην οργάνωση και ανάπτυξη της εργατικής λαϊκής πρωτοβουλίας από τα κάτω, στην άρνηση υπακοής και στην απειθαρχία στους αστικούς νόμους, στη διαμόρφωση φύτρων της αυριανής νέας εξουσίας και των οργάνων εργατικού ελέγχου.
Η λύση για το λαό δεν είναι να συνταχθεί με κάποιο τμήμα της εγχώριας αστικής τάξης, με κάποιο από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, εγκαταλείποντας κάποιο άλλο, τώρα που οξύνθηκαν οι αντιθέσεις τους. Δεν είναι λύση να στηρίζει νέα αστικά κόμματα απέναντι σε παλιά, κυβερνήσεις συνεργασίας αντί μονοκομματικές. Η λύση βρίσκεται στην οργανωμένη πάλη με πυρήνα τον τόπο εργασίας, το σωματείο, με προσανατολισμό την αμφισβήτηση, τη σύγκρουση, ρήξη με τα μονοπώλια, τα κόμματα, τις κυβερνήσεις και τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες τους, στην προοπτική της ανατροπής τους. Αυτός είναι ο μόνος ρεαλιστικός άξονας πάλης.
Το πεδίο στο οποίο πρώτα απ' όλα κρίνεται η σύγκρουση με την οικονομική κυριαρχία των μονοπωλίων και την πολιτική εξουσία τους είναι πρώτ' απ' όλα ο χώρος μέσα στον οποίο παράγεται ή ιδιοποιείται η υπεραξία, διαμορφώνεται το καπιταλιστικό κέρδος, είναι δηλαδή η κάθε καπιταλιστική βιομηχανική επιχείρηση, το εμπορικό κέντρο, το ιδιωτικό νοσοκομείο, η τράπεζα, η επιχείρηση μεγάλης συγκέντρωσης μισθωτών, ανεξάρτητα από την εξειδίκευση της εργασίας.
Σε αυτούς τους χώρους κρίνεται η πάλη, όχι αποσπασματικά, αλλά συνολικά ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική. Μοναδικό κριτήριο για τη φερεγγυότητα οποιασδήποτε συνδικαλιστικής ή πολιτικής μορφής οργάνωσης είναι η στάση της απέναντι στην παραπάνω αναγκαιότητα, στην οργάνωση και επιτυχία της απεργίας κατά τόπο εργασίας. Δεν αρκούν οι διακηρύξεις χωρίς ανάλογες πράξεις οργάνωσης και περιφρούρησης των απεργιακών κινητοποιήσεων.
Σε αυτούς τους χώρους μπορεί και πρέπει να σφυρηλατηθεί η ταξική ενωτική πάλη, με κριτήριο την πρωτοπόρα πάλη ενάντια στην καπιταλιστική εργοδοσία, τον κυβερνητικό εργοδοτικό συνδικαλισμό, στα κόμματα και την εξουσία των μονοπωλίων. Σε αυτούς τους χώρους θα κριθεί η συνέχεια, η προοπτική της αποδυνάμωσης της αντιλαϊκής πολιτικής μέχρι τη ριζική ανατροπή της.
Είναι φανερό ότι οι εξελίξεις που ζούμε, η καπιταλιστική κρίση και η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα επιβάλλουν την ενδυνάμωση της πάλης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, εντείνοντας τις προσπάθειες για ενιαία επαναστατική στρατηγική. Σ' αυτήν την κατεύθυνση, το ΚΚΕ διαθέτει τις δυνάμεις του».
Την εισηγητική παρέμβαση, από την πλευρά του ΚΚΕ, έκανε η Αλέκα Παπαρήγα, ΓΓ της ΚΕ (εκτενή αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύουμε σήμερα και όλη την ομιλία στον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη»).
Στην παρέμβασή της σημείωσε ανάμεσα σε άλλα:«Αγαπητοί σύντροφοι και συντρόφισσες,
Θερμά σας καλωσορίζουμε ξανά στην Αθήνα. Οπως γνωρίζετε εδώ ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Κόμματός μας η πρώτη Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων το 1998 για το συντονισμό και την κοινή δράση, αλλά και την ανασυγκρότηση του διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος που αντιμετωπίζει ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική κρίση.
Με τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης στη χώρα μας, βρεθήκαμε ιδεολογικά και πολιτικά προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε, με πολύ γρήγορη προσαρμογή, τα αυξημένα καθήκοντά μας, να εξειδικεύσουμε τη στρατηγική και την τακτική μας, να
συμβάλουμε στη συσπείρωση και μαχητικοποίηση εργατικών, λαϊκών δυνάμεων, με ριζοσπαστικά αιτήματα και προωθημένες μορφές πάλης. Η ετοιμότητά μας αυτή οφείλεται κατά τη γνώμη μας σε δύο συνδυασμένους λόγους, που ας μας επιτραπεί να πούμε, ξεπερνάνε τη σημασία τους σε εθνικό επίπεδο: 1. Το ΚΚΕ υπερασπίστηκε, και στις πιο δύσκολες συνθήκες, το σοσιαλισμό από την έξαλλη αντικομμουνιστική επίθεση, την προσφορά της ΕΣΣΔ στην πάλη των λαών. Αλλά δεν αρκέστηκε σ' αυτό. Από τις αρχές ακόμα της 10ετίας του '90 δώσαμε προτεραιότητα στην, αναγκαστικά, μακρόχρονη επιστημονική διερεύνηση, με βάση και αρχειακό υλικό, των αιτιών της νίκης της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ, αλλά και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες.
2. Ταυτόχρονα, δώσαμε ιδιαίτερη σημασία στη μελέτη των οικονομικών και των πολιτικών εξελίξεων στην ΕΕ, στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών, και βεβαίως των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα, με αιχμή τις συνέπειες που είχαμε και κυρίως θα αντιμετωπίσουμε ως κράτος - μέλος και ενώ σήμερα οι φυγόκεντρες τάσεις είναι εμφανείς.
Στο ίδιο διάστημα, δεν υπήρξε πολιτικό ζήτημα μεγάλης ή μικρής σημασίας, και ιδιαίτερα εργατικό, λαϊκό οικονομικοκοινωνικό πρόβλημα που δεν προσπαθήσαμε με δουλειά από τα κάτω κυρίως να υπάρξει συσπείρωση δυνάμεων σε κοινωνικοταξική βάση, πλατιά διαφώτιση για την κρίση, το χαρακτήρα της και τη διέξοδο, για την οργάνωση και κλιμάκωση της ταξικής πάλης με όλες τις μορφές από τα πάνω προς τα κάτω και αντίστροφα, ώστε να προσελκυσθούν νέες εργατικές λαϊκές μάζες.
Εγινε μια σχετικά πρωτόγνωρη προσπάθεια με νέες μορφές πάλης και με σύνθημα την ανυπακοή και απειθαρχία π.χ. να οργανωθεί συλλογικά η αντίσταση, ώστε να μην πληρώνονται τα σαββατοκύριακα του καλοκαιριού τα χαράτσια των διοδίων, τα εισιτήρια εισόδου στις ιδιωτικοποιημένες παραλίες και πρόσφατα το τέλος κατοικίας στο λογαριασμό της ΔΕΗ που το συνοδεύει η απαράδεκτη και πρωτοφανής απειλή της διακοπής του ρεύματος, ανεξάρτητα αν έχει καταβληθεί στο σύνολό του το ποσό της κατανάλωσης.
Το κύριο μέτωπο πάλης κατευθύνεται, βεβαίως κατά της ανεργίας, κατά της μείωσης των μισθών και συντάξεων, των απολύσεων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, στις προσωρινές ελαστικές μορφές απασχόλησης, στη συντριπτική μείωση της χρηματοδότησης των ασφαλιστικών ταμείων, της Παιδείας, Υγείας, πρόληψης και Πρόνοιας, κατά των σοβαρών περικοπών στα ΑμΕΑ, κατά της μείωσης έως και κατάργησης παροχών μητρότητας, χρηματοδότησης των παιδικών σταθμών κ.λπ.
Κίνδυνος γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης σε Εύξεινο Πόντο, Ανατολική Μεσόγειο
Σήμερα, ρίχνουμε βάρος και παρακολουθούμε πολύ στενά τον κίνδυνο μιας σχετικά πιο γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης στο γεωστρατηγικό χώρο του Ευξείνου Πόντου, της Μέσης Ανατολής, της Ανατολικής Μεσογείου και βεβαίως επεξεργαζόμαστε τη συγκεκριμένη στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ανεξάρτητα από τις προφάσεις που θα χρησιμοποιηθούν, και ιδιαίτερα τη στρατηγική μετατροπής του πολέμου σε πάλη για την εξουσία. Η αστική τάξη της χώρας μας θα βρεθεί στο πλευρό του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού άξονα ή πόλου, με στόχο να πάρει μέρος στο ξαναμοίρασμα, να μη βρεθεί στο περιθώριο. Ο λαός δεν πρέπει να χύσει το αίμα του για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών, του δικού του και των άλλων. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους λαούς.Πρόκειται για ένα ζήτημα που απαιτεί την κοινή στάση των κομμουνιστικών κομμάτων και των εργατικών κινημάτων, ένα ζήτημα που η ενότητα είναι καίριας σημασίας. Θα πρέπει να μας δοθεί η ευκαιρία, ίσως σε επόμενη περιφερειακή ή τοπική Συνάντηση, να ανταλλάξουμε γνώμες για το σοβαρό αυτό ζήτημα, ενισχύοντας σε κάθε περίπτωση το μέτωπο κατά του λεγόμενου "πολυπολικού κόσμου", που συνιστά προσπάθεια στη χειραγώγηση των λαών και στην ενσωμάτωση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, στις αντιθέσεις του.
Είναι ολοφάνερο σήμερα ότι υπάρχει αδιέξοδο στην αστική διαχείριση της κρίσης. Οι κλασικές συνταγές δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν με την όποια ευκολία εφαρμόσθηκαν στο παρελθόν, η διαχείριση των συνεπειών της κρίσης είναι αδύνατη, ιδιαίτερα της ανεργίας, της φτώχειας. Εκτιμάμε ότι η ανάκαμψη και όταν έλθει θα είναι αναιμική και ίσως πριν έλθει αυτή σημειωθεί νέος κύκλος κρίσης.
Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι ο σχεδιασμός και η κλιμάκωση της ταξικής πάλης, ώστε να μπουν - όσο γίνεται - εμπόδια στα χειρότερα μέτρα που έρχονται, να καθυστερήσουν νέες επιλογές και να κερδηθεί χρόνος για την αντεπίθεση, που η έκβασή της πρέπει να κατευθύνεται στην ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, του αστικού πολιτικού συστήματος, για την εργατική λαϊκή εξουσία, το σοσιαλισμό.
Σε αδιέξοδο η αστική διαχείριση της κρίσης
Καμιά αστική πολιτική πρόταση, φιλελεύθερη, σοσιαλδημοκρατική, αριστερή, ανανεωτική δεν μπορεί να αποτελέσει φιλολαϊκή πολιτική διέξοδο, να εξασφαλίσει ούτε βραχυπρόθεσμα το λαό από την εξαθλίωση, πολύ περισσότερο μακροπρόθεσμα, αν δε θέτει ως ζήτημα αρχής τη ρήξη με τα μονοπώλια - βιομηχανικά, τραπεζικά, εφοπλιστικά, εμπορικά - δηλαδή τη ρήξη με την καπιταλιστική ιδιοκτησία, τους κρατικούς θεσμούς της, τις διεθνείς συμμαχίες της.Η λαϊκή αγανάκτηση δεν αρκεί για να φέρει τη λαϊκή αντεπίθεση, αν δεν αποκτήσει αντιμονοπωλιακό, στην ουσία αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο. Δεν πρέπει καθόλου να υποτιμηθεί η εμπειρία της αστικής τάξης και των κομμάτων της να εκτονώνουν και να εκτρέπουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, κάτι που φάνηκε και στην περίπτωση της λεγόμενης "αραβικής άνοιξης" με τη μια ή την άλλη ιδιομορφία από χώρα σε χώρα. Επομένως, το ερώτημα ρήξη ή υποταγή είναι απολύτως επίκαιρο.
Μπροστά στα αδιέξοδα διαχείρισης της κρίσης συνέβη το απολύτως προβλεπόμενο και φυσιολογικό για τους υπερασπιστές του καπιταλιστικού συστήματος: Συγκροτήθηκε κυβέρνηση συνεργασίας μέσα από τη διαδικασία του κοινοβουλίου, αλλά και τη δυναμική παρέμβαση της ΕΕ, ανάμεσα στα δύο βασικά αστικά κόμματα και ένα μικρό ακροδεξιό κόμμα, που τα τελευταία χρόνια κάνει τη βρώμικη δουλειά της προβοκάτσιας και του αντικομμουνισμού για λογαριασμό, πριν απ' όλα, του ΠΑΣΟΚ αλλά και της ΝΔ.
Η αστική τάξη επιθυμεί, βεβαίως, ο κορμός συνεργασίας να είναι ανάμεσα στα δύο αστικά κόμματα, το φιλελεύθερο και τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά ταυτόχρονα προβληματίζεται μήπως μια τέτοια συνεργασία διευκολύνει την απαγκίστρωση εργατικών λαϊκών δυνάμεων και από τα δύο κόμματα, ιδιαίτερα από το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ. Το τελευταίο διάστημα, ανοικτά λέγεται ότι πρέπει να υπάρξει ένα ευρύτερο μέτωπο για να επιβάλει τη λαϊκή συναίνεση και με στόχο να παρεμποδισθεί η ευρύτερη διάδοση και απήχηση της πολιτικής πρότασης του ΚΚΕ.
Εχει ενδιαφέρον η τυχοδιωκτική ευκινησία του οπορτουνιστικού χώρου, όσον αφορά την πολιτική των συμμαχιών, καθώς από μέρα σε μέρα την τροποποιεί, πότε μιλά για ενότητα των αριστερών δυνάμεων, πότε προοδευτικών και αριστερών, πότε πατριωτικών και προοδευτικών, πότε δημοκρατικών, προσπαθώντας να προσεγγίσει δυνάμεις και από το χώρο του φιλελεύθερου αστικού κόμματος.
Επιμένουν ότι το λαό τον συμφέρει η ενότητα και διάσωση της Ευρωζώνης, υιοθετούν πλευρές έως και την ίδια την οικονομική διακυβέρνηση, προβάλλουν ως κρίσιμο ζήτημα την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, την κρατικοποίηση τραπεζών, ενώ έλκονται πότε από το παράδειγμα της Αργεντινής, πότε εκθειάζουν το παράδειγμα της Ουγγαρίας, πότε θεωρούν ότι μια άλλη κυβέρνηση χώρας της ΕΕ χειρίστηκε τα ζητήματα καλύτερα, αποδεικνύοντας ότι είναι σταθεροί διαχειριστές του συστήματος. Αυτό ισχύει και για το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς που προβάλλει παρόμοιες απόψεις.
Λαϊκή εξουσία - αποδέσμευση από την ΕΕ - διαγραφή του χρέους
Εμείς προβάλλουμε το τρίπτυχο λαϊκή εξουσία - αποδέσμευση - μονομερής διαγραφή του χρέους. Αποδέσμευση χωρίς κοινωνικοποίηση θα είναι επίσης καταστροφική για το λαό, κοινωνικοποίηση χωρίς αποδέσμευση δεν γίνεται.Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο λαός μπορεί να διαπιστώσει ότι το κεφάλαιο, τα μονοπώλια, η εξουσία τους δεν έχουν την ίδια πατρίδα με το λαό.
Εμείς ανοικτά στο λαό μιλάμε για κοινωνικοπολιτική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φτωχά μικροαστικά λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου. Για την ανασύνταξη του εργατικού λαϊκού κινήματος, με σαφή αντιιμπεριαλιστικό - αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό, σε τελευταία ανάλυση αντικαπιταλιστικό. Με σαφή προσανατολισμό να αξιοποιήσει σε κάθε χώρα κάθε ρωγμή, κάθε τριγμό της αστικής διακυβέρνησης, με κατεύθυνση την αποδυνάμωσή του, την ανατροπή του κεφαλαίου.
Η πολιτική συμμαχιών εξ αντικειμένου είναι δύο ειδών, ανεξάρτητα της ποικιλίας μορφών που μπορεί να πάρει, ή θα έχει στόχο τη διατήρηση και μακροημέρευση της αστικής πολιτικής εξουσίας ή θα υπάρχει βασική συμφωνία για την κατάκτηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας.
Το ΚΚΕ καλεί το λαό να αγωνιστεί για να γίνουν λαϊκή ιδιοκτησία τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής στη βιομηχανία, να κοινωνικοποιηθεί η γη, οι μεγάλες επιχειρήσεις στον αγροτικό τομέα και το συγκεντρωμένο εμπόριο. Στηριγμένη σε αυτές τις σχέσεις, να αναδιαρθρωθεί η αγροτική παραγωγή με κίνητρα συγκέντρωσής της αρχικά σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς.
Βεβαίως, δεν υπάρχει επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα, ώστε να τεθεί πρακτικά και ως άμεσο καθήκον η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, όμως όλα τα πράγματα δείχνουν ότι το εργατικό κίνημα, το πιο ριζοσπαστικό τμήμα του λαού, αν δε θέσει ζήτημα η πάλη να κατευθύνεται προς την εργατική εξουσία, θα εγκλωβιστεί στις παραλλαγές αστικής διαχείρισης και θα ακυρώσει κάθε δυνατότητα κλιμάκωσης και προοπτικής.
Πριν από την κρίση, το ζήτημα της εργατικής εξουσίας φάνταζε ίσως στα μάτια και στο μυαλό πολλών ως σύνθημα ζύμωσης. Ομως σήμερα, από τα ίδια τα πράγματα, αποδεικνύεται ως υποχρεωτικός σκοπός δράσης, δίνει νόημα στον καθημερινό αγώνα, σε συνθήκες βαθιάς κρίσης, σε συνθήκες που δε γίνονται ελιγμοί και παραχωρήσεις από την αστική τάξη. Το πρόβλημα της εξουσίας επηρεάζει σήμερα τις μορφές πάλης, δίνει προτεραιότητα στην οργάνωση και ανάπτυξη της εργατικής λαϊκής πρωτοβουλίας από τα κάτω, στην άρνηση υπακοής και στην απειθαρχία στους αστικούς νόμους, στη διαμόρφωση φύτρων της αυριανής νέας εξουσίας και των οργάνων εργατικού ελέγχου.
Η λύση για το λαό δεν είναι να συνταχθεί με κάποιο τμήμα της εγχώριας αστικής τάξης, με κάποιο από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, εγκαταλείποντας κάποιο άλλο, τώρα που οξύνθηκαν οι αντιθέσεις τους. Δεν είναι λύση να στηρίζει νέα αστικά κόμματα απέναντι σε παλιά, κυβερνήσεις συνεργασίας αντί μονοκομματικές. Η λύση βρίσκεται στην οργανωμένη πάλη με πυρήνα τον τόπο εργασίας, το σωματείο, με προσανατολισμό την αμφισβήτηση, τη σύγκρουση, ρήξη με τα μονοπώλια, τα κόμματα, τις κυβερνήσεις και τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες τους, στην προοπτική της ανατροπής τους. Αυτός είναι ο μόνος ρεαλιστικός άξονας πάλης.
Το πεδίο στο οποίο πρώτα απ' όλα κρίνεται η σύγκρουση με την οικονομική κυριαρχία των μονοπωλίων και την πολιτική εξουσία τους είναι πρώτ' απ' όλα ο χώρος μέσα στον οποίο παράγεται ή ιδιοποιείται η υπεραξία, διαμορφώνεται το καπιταλιστικό κέρδος, είναι δηλαδή η κάθε καπιταλιστική βιομηχανική επιχείρηση, το εμπορικό κέντρο, το ιδιωτικό νοσοκομείο, η τράπεζα, η επιχείρηση μεγάλης συγκέντρωσης μισθωτών, ανεξάρτητα από την εξειδίκευση της εργασίας.
Σε αυτούς τους χώρους κρίνεται η πάλη, όχι αποσπασματικά, αλλά συνολικά ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική. Μοναδικό κριτήριο για τη φερεγγυότητα οποιασδήποτε συνδικαλιστικής ή πολιτικής μορφής οργάνωσης είναι η στάση της απέναντι στην παραπάνω αναγκαιότητα, στην οργάνωση και επιτυχία της απεργίας κατά τόπο εργασίας. Δεν αρκούν οι διακηρύξεις χωρίς ανάλογες πράξεις οργάνωσης και περιφρούρησης των απεργιακών κινητοποιήσεων.
Σε αυτούς τους χώρους μπορεί και πρέπει να σφυρηλατηθεί η ταξική ενωτική πάλη, με κριτήριο την πρωτοπόρα πάλη ενάντια στην καπιταλιστική εργοδοσία, τον κυβερνητικό εργοδοτικό συνδικαλισμό, στα κόμματα και την εξουσία των μονοπωλίων. Σε αυτούς τους χώρους θα κριθεί η συνέχεια, η προοπτική της αποδυνάμωσης της αντιλαϊκής πολιτικής μέχρι τη ριζική ανατροπή της.
Είναι φανερό ότι οι εξελίξεις που ζούμε, η καπιταλιστική κρίση και η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα επιβάλλουν την ενδυνάμωση της πάλης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, εντείνοντας τις προσπάθειες για ενιαία επαναστατική στρατηγική. Σ' αυτήν την κατεύθυνση, το ΚΚΕ διαθέτει τις δυνάμεις του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου