Αναδημοσιευση απο Dies brumalis
Των εργαζομένων όλη μας η σκέψη και ενέργεια προσανατολίζεται στο
δημοσιονομικό έλλειμμα, την ίδια στιγμή που είναι το έλλειμμα
πολιτικής μας εγρήγορσης, κοινωνικής μας ευαισθησίας, ακόμα και
επαναστατικής μας πίστης το οποίο μας οδηγεί στην οικονομική και
κοινωνική εξαθλίωση.
Ακόμα και τώρα που είναι μαθηματικά βέβαιο ότι οδεύουμε στον
όλεθρο, οικονομικό και κοινωνικό, η πλειοψηφία αδυνατούμε να
απελευθερωθούμε από τις ψευδαισθήσεις μας και συνεχίζουμε την αυτάρεσκη
μοναχικότητα μας στην αντιμετώπιση της επίθεσης από την κυρίαρχη τάξη.
Έχοντας τόσα χρόνια διδαχτεί να είμαστε πειθήνιοι και
επιτυχημένοι και το πολύ πολύ να εκφράζουμε την όποια δυσαρέσκειά μας
κυρίως μέσα από ομάδες που αφορούσαν σε συγκεκριμένους χώρους και
καθημερινά προβλήματα, περιορίσαμε την πολιτική στην κλίμακα της
κοινότητας, είτε εργασιακής είτε κοινωνικής κλπ. Ξεχάσαμε πως κάθε
συμφέρον, ακόμα και το πιο ιδιωτικό, αρθρώνεται πολιτικά σε ευρύτερα
οργανωμένα σύνολα. Κάπως έτσι ασκώντας ανελέητη κριτική σε αριστερές
προοπτικές που στηρίζονταν σε μαρξιστικές αναλύσεις τις αναιρέσαμε ως
επαναστατική δύναμη και πιστέψαμε ότι τα διάσπαρτα κοινωνικά κινήματα
(για την προστασία του περιβάλλοντος μέχρι την προστασία των ζώων) ήταν
ικανά να κλονίσουν η και να ανατρέψουν τα παραδοσιακά και παραδεδομένα
σχήματα νομής της εξουσίας, προς όφελός μας. Στο τέλος, από δύναμη
ανατροπής που πιστέψαμε πως ήταν, κατέληξαν δύναμη μεταμορφωτική του
υπάρχοντος συστήματος, καθιστώντας πιο σταθερή τη
θεσμική αντιπροσώπευση και δίνοντας απλώς την ευκαιρία σε πολλούς από μας να κερδίσουμε σε ατομικό επίπεδο την αναγνώρισή μας απ’ αυτά, για να αφομοιωθούμε παθητικά από το ίδιο το σύστημα που πολεμούσαμε, διευρύνοντας μάλιστα την αφομοιωτική του δύναμη.
θεσμική αντιπροσώπευση και δίνοντας απλώς την ευκαιρία σε πολλούς από μας να κερδίσουμε σε ατομικό επίπεδο την αναγνώρισή μας απ’ αυτά, για να αφομοιωθούμε παθητικά από το ίδιο το σύστημα που πολεμούσαμε, διευρύνοντας μάλιστα την αφομοιωτική του δύναμη.
Στην εποχή του μνημονίου κινήματα όπως το «δεν πληρώνω» η ακόμα
και των «αγανακτισμένων» έδειξαν να θορυβούν την εξουσία περισσότερο
επειδή ανησύχησε μήπως δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μαζική
οργάνωση των εργαζομένων σε ευρύτερη πολιτική βάση, που δεν θα
μπορέσουν να ελέγξουν, και συντελέσουν να προσδεθούν σε ιδεολογία και
ν’ αποκτήσουν μια συνεκτική ταυτότητα, αρθρώνοντας συγκροτημένο και
στοχευμένο πολιτικό λόγο, παρά για τα αποτελέσματά τους στο πολιτικά
πρακτέο.
Ταυτόχρονα και τα συνδικάτα, μέχρι τώρα, έδιναν προσοχή στις
πραγματικότητες των επαγγελματικών αγώνων περισσότερο με οικονομικά
αιτήματα, ενώ ο σφιχτοαγκαλιασμός τους με την κομματική εξουσία μείωνε
τη δύναμή τους και το ρόλο τους στην κοινωνία, με αποτέλεσμα την
αδυναμία κοινής δράσης, με ταξικά αιτήματα, κυρίως με εκείνα τα
τμήματα της εργατικής τάξης που θίγονταν από την εξουσία περισσότερο. Η
όποια κριτική που τους γινόταν σκόπευε να οδηγήσει στην αμφισβήτηση
κάθε μορφής οργάνωση και κατέληξε σε ανεπανόρθωτες βλάβες για τις
μαζικές κινητοποιήσεις.
Στην εποχή του μνημονίου ακόμα κι αν τα συνδικάτα έχουν γίνει
μια ακόμα μεταβλητή του πολιτικού συστήματος, σε μεγάλο βαθμό
ελεγχόμενη, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να διαπεράσουν τα όρια του
συστημικού και να βρεθούν από την άλλη πλευρά των κυρίαρχων θεσμών.
Εξαρτάται πως θα τα χρησιμοποιήσουμε, για να αντιδράσουμε στην επιδρομή
της κυρίαρχης τάξης ενάντια στους εργαζόμενους. Η μεθόδευση που
ξεκίνησε από το ΚΚΕ για άρνηση πληρωμής της εισφοράς για την ακίνητη
περιουσία μέσω συνδικαλιστικών φορέων είναι ένα πρώτο βήμα για να βρεί
τον ταξικό του βηματισμό ο συνδικαλισμός, ακόμα κι αν πολλοί θεωρούν ότι
η κινητοποίηση για την μικροϊδιοκτησία υποτάσσει τους αγώνες στις
επιταγές του μικρομεσαίου νοικοκύρη. Πρέπει όμως να λαμβάνονται υπόψη
τα τερά
στια προβλήματα, τα σημεία πάνω στα οποία εδράζεται η αγωνία των εργαζομένων. Αυτά που οι εργαζόμενοι θεωρούν σημαντικά αυτά είναι και τα θεμελιώδη προβλήματά τους. Δεν μπορεί να υπάρχει πρόγραμμα έξω από τους πραγματικούς αγώνες. Αν ο έκτακτος φόρος για τα ακίνητα μπορεί να μας συνενώσει ας χρησιμοποιηθεί σαν αφετηρία για τους κοινούς αγώνες των εργαζομένων.
στια προβλήματα, τα σημεία πάνω στα οποία εδράζεται η αγωνία των εργαζομένων. Αυτά που οι εργαζόμενοι θεωρούν σημαντικά αυτά είναι και τα θεμελιώδη προβλήματά τους. Δεν μπορεί να υπάρχει πρόγραμμα έξω από τους πραγματικούς αγώνες. Αν ο έκτακτος φόρος για τα ακίνητα μπορεί να μας συνενώσει ας χρησιμοποιηθεί σαν αφετηρία για τους κοινούς αγώνες των εργαζομένων.
Άλλωστε η εγχώρια άρχουσα τάξη κραυγάζει δυνατότερα τώρα
για επιτάχυνση εφαρμογής μέτρων «μεταρρύθμισης» που στρέφονται στην
αποδοχή των αρχών του κέρδους, συρρίκνωσης εργασιακών δικαιωμάτων,
υποβάθμισης της ποιότητας ζωής των εργαζομένων, για να προλάβει την
ανατροπή που εμφανίζεται αναπότρεπτη.
Με τα αλλεπάλληλα μέτρα της κυβέρνησης αναδεικνύονται οι
οικονομικές της αντιφάσεις, οι οποίες όμως δεν παύουν να τελούν ύπο τον
έλεγχο των παρεμβάσεων των εγχώριων και διεθνών κέντρων. Για τους
εργαζόμενους όμως το ζήτημα πια δεν παίζεται στο επίπεδο της
κατάργησης του τάδε ή δείνα οργανισμού, της μετακίνησης ή όχι
εργατικού δυναμικού, της δημιουργίας μεγαλύτερης ή μικρότερης
εργασιακής ανασφάλειας, αλλά στο επίπεδο των πολιτικών προσανατολισμών
και της προοπτικής των λαϊκών κινητοποιήσεων. Όσο συνεχίζεται η
πραγματικότητα των λαϊκών μαζών να δίνει την εικόνα μιας
κατακερματισμένης κοινωνίας, οι εργαζόμενοι να κατέχονται από
ατομικιστικές και απολιτικές ιδεολογίες οι πολιτικοί και κοινωνικοί
αγώνες θα ακολουθούν μια σισύφεια πορεία. Δεν υπάρχει
αποτελεσματικότητα έξω από ένα πολιτικό σχέδιο, που ξεκινώντας από τους
αγώνες ενάντια στα οικονομικά μέτρα θα βάλει σε ριζική αμφισβήτηση
και τις υπάρχουσες δομές κυριαρχίας.
Αν οι εργαζόμενοι δεν συνειδητοποιήσουμε ότι ο αγώνας μας είναι
κοινός και ταξικός και δεν πάψουμε να στρεφόμαστε η μια επαγγελματική
ομάδα εναντίον της άλλης, π.χ. ιδιωτικοί εναντίον δημοσίων υπαλλήλων
και τούμπαλιν, ακολουθώντας τη λογική της κυρίαρχης τάξης η συναίνεση θα
γίνει κυρίαρχη ως προς την αντίληψή μας για την οικονομική κρίση. Η
ιδέα της κρίσης θα γίνεται δεκτή και με τις δυο εκδοχές της, από τη μια
ως «θυσία» από την άλλη ως εθνική αλληλεγγύη, ενώ η πολιτική της
κυρίαρχης τάξης δεν θα γίνεται αντιληπτή σε όλη της την έκταση παρά
μόνο τη στιγμή που η οικονομική εξαθλίωση γίνει αναπόφευκτα και
προσωπικό μας πρόβλημα. Και τότε ποιος θα έχει απομείνει να
αντιδράσει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου