Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Το αβέβαιο μέλλον της Ευρωζώνης Τέταρτο μέρος


Σκληρή διαπάλη διεξάγεται επίσης στο εσωτερικό της γαλλικής αστικής τάξης σχετικά με τη στάση απέναντι στις γερμανικές προτάσεις. Εδώ υπάρχουν όμιλοι του χρηματιστικού κεφαλαίου που έχουν άμεσα πληγεί από τη γερμανική υπεροχή σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας. Δεν πρόκειται φυσικά για καινούργιο φαινόμενο στη Γαλλία. Αρκεί να θυμηθούμε σε πολιτικό επίπεδο την αντιπαράθεση Πετέν - Ντε Γκολ την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ταυτόχρονα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στη διαμόρφωση της γερμανικής πρότασης επιδρούν και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις σε διεθνές επίπεδο. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ πιέζει τη Γερμανία να αναλάβει μεγαλύτερο βάρος για τη στήριξη των υπερχρεωμένων κρατών της ευρωζώνης και να τονώσει την εσωτερική της κατανάλωση συγκριτικά με τις εξαγωγές της. Η Ρωσία τής προτείνει μια εναλλακτική διέξοδο με τη δημιουργία Ζώνης Ελεύθερου Εμπορίου από τη Λισσαβόνα ως το Βλαδιβοστόκ.
Συνυπολογίζοντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, διαμορφώθηκαν τα δύο βασικά σκέλη της πρότασης συμβιβασμού Γερμανίας - Γαλλίας, η οποία συμφωνήθηκε ουσιαστικά σε διμερή συνάντηση στη Ντοβίλ και στη συνέχεια εγκρίθηκε στη Σύνοδο Κορυφής. Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής10 περιλαμβάνει δύο βασικά σκέλη:
1. Τη συγκρότηση μόνιμου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που θα διασφαλίζει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα του συνόλου της ευρωζώνης. Ο Μηχανισμός Σταθερότητας θα ενεργοποιηθεί μετά τον Ιούνη του 2013 και θα αντικαταστήσει το σημερινό Μηχανισμό (EFSM) και το σχετικό Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Το νομικό πλαίσιο θα εξειδικευτεί στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής το Μάρτη του 2011.
Σύμφωνα με την απόφαση, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα ενεργοποιείται μόνο με αμοιβαία συμφωνία όλων των κρατών - μελών και μόνο αν κριθεί απαραίτητο για τη διάσωση μιας χώρας. Τα νέα κρατικά ομόλογα θα συνοδεύονται από μια ρήτρα συλλογικής δράσης, με βάση την οποία, σε περίπτωση που μια χώρα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις, οι ιδιώτες πιστωτές θα δέχονται υποχρεωτικές αλλαγές στους όρους αποπληρωμής του δημόσιου χρέους (επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, αναδιάρθρωση και περικοπή του ύψους του χρέους κ.λπ.). Οι προαναφερόμενοι όροι οδηγούν σε αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου για τις υπερχρεωμένες χώρες.
Αν μια χώρα αδυνατεί να αποπληρώσει συνολικά τα χρέη της, αποκτούν σειρά


προτεραιότητας για εξόφληση ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός και το ΔΝΤ, έναντι των ιδιωτών πιστωτών. Η «βοήθεια» θα συνοδεύεται από εφαρμογή «αυστηρού προγράμματος οικονομικής και δημοσιονομικής προσαρμογής» κι έτσι υποβοηθείται η επιτάχυνση στην εφαρμογή των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων επίθεσης στην εργατική τάξη. Πρόκειται για ένα συμβιβασμό διαφορετικών συμφερόντων σε μια κατεύθυνση διασφάλισης της σημερινής ευρωζώνης από κερδοσκοπικές επιθέσεις που αφορούν το κόστος δανεισμού κρατών - μελών της, με δεδομένη την υπάρχουσα ασυμμετρία μεταξύ των κρατών.
Ταυτόχρονα οι τραπεζικοί όμιλοι της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας, που αποτελούν τους δανειστές των αδύναμων κρίκων του Μεσογειακού Νότου και της Ιρλανδίας, αφενός θα διασφαλίσουν ένα μέρος των κερδών τους και αφετέρου θα επωμισθούν ένα τμήμα των αναμενόμενων απωλειών.
2. Το δεύτερο σκέλος της απόφασης της Συνόδου Κορυφής αφορά την επιτάχυνση των βημάτων της «ενισχυμένης οικονομικής διακυβέρνησης». Οι κυβερνήσεις δεσμεύτηκαν να αναλάβουν δράση σε μια σειρά κατευθύνσεις (με βάση προηγούμενα αρχικά πλαίσια συμφωνιών), όπως:
-- Τη συνεπή τήρηση των δημοσιονομικών στόχων για το 2010 και το 2011.
-- Την επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» με αιχμή το Ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό και βασικό στόχο τη διασφάλιση φθηνότερης εργατικής δύναμης.
-- Την εφαρμογή του νέου πλαισίου μακροοικονομικής εποπτείας και ενίσχυσης του Συμφώνου Σταθερότητας που περιλαμβάνει την επιβολή κυρώσεων (οικονομικών προστίμων, περικοπή επιδοτήσεων κ.λπ.).
-- Την πλήρη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ώστε να διευκολυνθεί η πολύμορφη χρηματοδότηση των μονοπωλιακών ομίλων.
Στο σχόλιό της για την απόφαση της Συνόδου, η Deutsche Welle αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Στον τομέα της εναρμόνισης οικονομικής πολιτικής τα πράγματα θα είναι δύσκολα. Εναρμόνιση δε σημαίνει μόνο δημοσιονομική εξυγίανση αλλά και θυσία πολλών εθνικών ιερών αγελάδων, όπως είναι η φορολογία, οι συντάξεις, η εργατική νομοθεσία. Ποιο θα είναι το κριτήριο αυτής της διαδικασίας; Οχι η αναζήτηση μιας χρυσής τομής, αλλά η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωζώνης».
Η δυνατότητα εναρμόνισης αυτών των πολιτικών προσκρούει καταρχήν στη διαφορετική θέση κάθε κράτους - μέλους στην ευρωενωσιακή, αλλά και στη διεθνή αγορά και στη διαφορετική φάση που βρίσκονται σε σχέση με τον καπιταλιστικό κύκλο της κρίσης. Παράλληλα, η κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης δημιουργεί ρωγμές στο κλίμα ταξικής συνεργασίας και συνεχούς υποχώρησης που είχε επιβληθεί στο εργατικό κίνημα με ευθύνη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνισμού του ΚΕΑ. Η προβολή της πολιτικής ενοποίησης ως μέσου προώθησης της φιλολαϊκής ρύθμισης της καπιταλιστικής αγοράς αρχίζει να ξεθωριάζει. Ηδη ξεσπούν μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις σε ορισμένες χώρες (Γαλλία, Ιρλανδία, Ισπανία) που παρότι έχουν αμυντικό, θολό ρεφορμιστικό περιεχόμενο, ωστόσο σπάνε την προηγούμενη κατάσταση. Αυξάνονται αντικειμενικά οι δυνατότητες αποκάλυψης της ΕΕ ως διακρατικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.
Οι αντιπαραθέσεις και επιφυλάξεις που εξέφρασαν κορυφαίοι αστοί πολιτικοί σχετικά με το πλαίσιο Μέρκελ - Σαρκοζί, το οποίο αποφασίστηκε στη Σύνοδο Κορυφής, δεν αφορούν κάποια εναλλακτική φιλολαϊκή διαχείριση. Αποτελούν προτάσεις για τη θωράκιση της σημερινής σύνθεσης της ευρωζώνης. Η βασική επιφύλαξη των Γιούνκερ, Τρισέ, Μπαρόζο, Στρος Καν αφορά την απουσία σαφούς γαλλογερμανικής δέσμευσης δανεισμού κρατών του μεγέθους της Ισπανίας, της Ιταλίας, του Βελγίου. Αφορά επίσης διαφορετικές στοχεύσεις για τον επιμερισμό των βαρών ανάμεσα στις κυβερνήσεις των κρατών - μελών, στην ΕΚΤ και σε τμήματα του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Οι δύο βασικές εναλλακτικές προτάσεις, τις οποίες απέρριψε η Γερμανία ήταν:
α) Η πρόταση του προέδρου της ευρωζώνης Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ για την έκδοση ενός κοινού ευρωομολόγου, με το οποίο υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να δανείζονται με διαφοροποιήσεις όλα τα κράτη της ευρωζώνης. Η γερμανική επιφύλαξη αφορά αφενός το φθηνότερο κόστος δανεισμού που έχει σήμερα διασφαλίσει το γερμανικό κράτος και αφετέρου το ύψος των μελλοντικών δανείων που προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά. Ωστόσο, η πρόταση επαναδιατυπώνεται ώστε να διασφαλίσει πιο αποτελεσματικά τα γερμανικά συμφέροντα, π.χ. με δέσμευση ότι σημαντικό μέρος των ευρωομολόγων θα έχει ως αντικείμενο την υλοποίηση μεγάλων έργων πανευρωπαϊκής κλίμακας, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχουν αντικειμενικά οι γερμανικοί όμιλοι. Ενα πρώτο σχετικά πείραμα υλοποιείται ήδη στην Ιταλία όπου η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αγοράζει μικρές ποσότητες ομολόγων, με στόχο την ολοκλήρωση δυο ενεργειακών επενδυτικών σχεδίων.
β) Η δεύτερη πρόταση ήταν του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ζαν - Κλοντ Τρισέ, που πρότεινε να αγοράσει κρατικά ομόλογα όχι μόνο η ΕΚΤ, αλλά και το προσωρινό Ευρωπαϊκό Ταμείο Στήριξης. Και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε από τη Γερμανία.
Παρά την επιβολή της στο εσωτερικό της ΕΕ και της ευρωζώνης, η γαλλογερμανική ηγεσία γνωρίζει ότι ο δρόμος που προτείνει είναι ταυτόχρονα αντιλαϊκός και αδιέξοδος. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του αδιεξόδου, που η αστική προπαγάνδα παρουσιάζει ως μονόδρομο σωτηρίας, είναι η περίπτωση της Ιρλανδίας.
Η Ιρλανδία υπήρξε για μια δεκαπενταετία - πριν την εκδήλωση της διεθνούς οικονομικής κρίσης - ο πιο καλός μαθητής στην εφαρμογή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Προώθησε τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, τη μερική απασχόληση, την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζόμενων, τις ιδιωτικοποιήσεις, την «απελευθέρωση» στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Συγκράτησε το δημόσιο χρέος της χώρας και ταυτόχρονα δημιούργησε ένα φορολογικό παράδεισο για το μεγάλο κεφάλαιο, με ιδιαίτερα χαμηλό συντελεστή φορολόγησης των κερδών 12,5%, για να προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις των μονοπωλιακών ομίλων.
Η συγκεκριμένη περίοδος ήταν πράγματι ένα θαύμα για την αύξηση των κερδών των μονοπωλιακών ομίλων και για τη διατήρηση των υψηλότερων ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ μέσα στην ΕΕ. Ενα «θαύμα» που κατά τη διάρκειά του επιδεινώθηκε η θέση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Το συγκεκριμένο «θαύμα» δεν απέτρεψε την εκδήλωση της ύφεσης στη βιομηχανική παραγωγή, ιδιαίτερα στον τομέα των κατασκευών. Οι ιρλανδικές τράπεζες, που το προηγούμενο διάστημα χορηγούσαν φθηνά, επισφαλή στεγαστικά δάνεια, βρέθηκαν επίσης σε προβληματική κατάσταση. Η κρίση οδήγησε στη διόγκωση του δημόσιου χρέους στην Ιρλανδία και όχι το αντίστροφο. Πέρα από τη μείωση των κρατικών εσόδων, που συνοδεύει τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, το ιρλανδικό κράτος αύξησε τις δαπάνες του για τη στήριξη των εγχώριων τραπεζικών ομίλων. Ταυτόχρονα, από το 2008, κλιμάκωσε την επίθεσή του στα δικαιώματα και στο εισόδημα των Ιρλανδών εργαζομένων, πριν καταφύγει στο δανεισμό από την ΕΕ.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Σημειώσεις
10. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, 16-17 Δεκέμβρη 2010, «Συμπεράσματα» (EUG 30/10).

Του
Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου