Το χρονικό της λεηλασίας ενός λαού
Στο ιλιγγιώδες ποσό που αγγίζει τα 628 δισ. ευρώ! - δηλαδή 3 ΑΕΠ της χώρας - ανέρχονται τα χρήματα που ενθυλάκωσαν οι δανειστές του ελληνικού κράτους την περίοδο 1985 - 2011! Αλλο ενδιαφέρον στοιχείο: Την περίοδο των 26 χρόνων το χρέος της χώρας αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 22%! Αν πάλι στα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ που δαπανήθηκαν για την εξυπηρέτηση του χρέους προσθέσουμε και τα 600 δισ. ευρώ, που - σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό «Σπίγκελ» - αποτελούν καταθέσεις Ελλήνων πολιτών στις ελβετικές τράπεζες, τότε, έχουμε ένα μικρό δείγμα της λεηλασίας ενός λαού από τους ντόπιους και ξένους πλουτοκράτες.Πρόκειται για ποσά ασύλληπτα για κοινό νου. Ποσά τα οποία καταδεικνύουν την τεραστίων διαστάσεων ληστεία που συντελέστηκε σε βάρος του λαού και της χώρας, από το ελληνικό και διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο, με τη συνέργεια και συναυτουργία φυσικά στο διαπραττόμενο έγκλημα του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος της χώρας. Ολοι αυτοί, οι οποίοι εμφανίζονται σήμερα σαν σωτήρες της χώρας, αυτοί που με έπαρση 1.000 καρδιναλίων διακηρύσσουν σε όλους τους τόνους πως «σώσαμε την Ελλάδα από τη χρεοκοπία», όλοι αυτοί που απροκάλυπτα εκβιάζουν τον ελληνικό λαό να υπογράψει τη θανατική του καταδίκη, είναι οι ίδιοι που κατέστησαν το λαό όμηρο των ντόπιων και ξένων τοκογλύφων και των άλλων μερίδων του κεφαλαίου. Είναι οι ίδιοι που πότε με το σύνθημα της «ανάπτυξης» και «της προσέγγισης της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ενωση», πότε με τις πομπώδεις διακηρύξεις περί «ισχυρής Ελλάδας» και «μεταρρύθμισης του κράτους» και σήμερα με το μανδύα των «σωτήρων», έσφιγγαν σταθερά και μεθοδικά τη θηλιά γύρω από το λαιμό των εργαζομένων.Αγρια τοκογλυφία
Τα κρατικά δάνεια, τα οποία συνοδεύουν τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, από την περίοδο τηςεπανάστασης του 1821, συνιστούν μία ιδιαίτερη πλευρά του συστήματος καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Βάση φυσικά της εκμετάλλευσης παραμένουν οι παραγωγικές σχέσεις. Εκεί δημιουργείται το κοινωνικό προϊόν, το οποίο, με τη μορφή του καπιταλιστικού εμπορεύματος, παράγει και αναπαράγει την κεφαλαιοκρατική σχέση (το κεφάλαιο από τη μία πλευρά και την εργασία από την άλλη), μέσα από το σχηματισμό του υπερπροϊόντος, που με τη μορφή της υπεραξίας νέμεται η τάξη των βιομηχάνων - καπιταλιστών. Οχι όμως μόνη της. Μέρος της υπεραξίας αυτής παραχωρείται στο εμπορικό κεφάλαιο, ως αμοιβή για τη συμβολή του στην κυκλοφορία του κεφαλαίου (διάθεση των εμπορευμάτων στην αγορά) και, με τη μορφή τόκου, στο τραπεζικό κεφάλαιο, έναντι των δανείων που χορηγεί το τελευταίο στους κεφαλαιοκράτες.
Από την πλευρά τους, τα κρατικά δάνεια έχουν την ιδιομορφία ότι, από τη στιγμή που αποπληρώνονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία από τη φορολογία των λαϊκών στρωμάτων, δεν εμπλέκονται στην παραγωγή και το μοίρασμα της υπεραξίας ανάμεσα στις διάφορες μερίδες του κεφαλαίου. Η εξυπηρέτηση των κρατικών δανείων - η πληρωμή τους στους πιστωτές - αποτελεί μορφή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, όχι στο πεδίο της παραγωγής, αλλά στη σφαίρα της αναδιανομής του εισοδήματος. Μιας αναδιανομής που γίνεται από το καπιταλιστικό κράτος, μέσω της φορολογίας των λαϊκών στρωμάτων. Εχουμε, δηλαδή, τη γραμμική σχέση: Εισόδημα με τη μορφή μισθού που δημιουργείται στην παραγωγή - φορολογία του εισοδήματος από το καπιταλιστικό κράτος - χρησιμοποίηση μέρους των λαϊκών φόρων για την αποπληρωμή του ληξιπρόθεσμου κρατικού χρέους.
Μια επιπλέον ιδιομορφία για χώρες όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται χαμηλά στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, είναι ότι η χορήγηση κρατικών δανείων γίνεται με πολύ πιο δυσμενείς τοκογλυφικούς όρους, σε σχέση με τις χώρες που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας. Με άλλα, χαμηλότερα επιτόκια δανείζονται χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, και με άλλα, σαφώς υψηλότερα, χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, αλλά και οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Το χρηματιστικό κεφάλαιο, το οποίο δανείζει τις κυβερνήσεις όλου του κόσμου, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη, επιδιώκει να νομιμοποιήσει τη διαφοροποιημένη τοκογλυφία σε βάρος των πιο αδύνατων καπιταλιστικών χωρών, μέσα από τη θέσπιση μιας σειράς κριτηρίων χορήγησης δανείων, με κυριότερο τον πιστωτικό κίνδυνο (credit risk), τη βαθμολόγηση δηλαδή του κινδύνου μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων από τη δανειζόμενη χώρα. Και όσο υψηλότερα βαθμολογείται ο κίνδυνος αυτός, τόσο περισσότερο αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού.
Φυσικά, πίσω από τα θεωρητικά αυτά κατασκευάσματα βρίσκονται οι αδηφάγες διαθέσεις του χρηματιστικού κεφαλαίου, που εδρεύει στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, να καταληστέψει και να στραγγαλίσει τους λαούς των δανειζόμενων χωρών, να απομυζήσει κάθε ικμάδα της δύναμής τους μέσα από την άγρια τοκογλυφία. Οι κυβερνήσεις από την πλευρά τους δανείζονται για να χρηματοδοτήσουν τα κρατικά ελλείμματα και τις δημόσιες επενδύσεις, στα πλαίσια του δραστήριου ρόλου που διαδραματίζει το καπιταλιστικό κράτος στη διαδικασία αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου. Τους δανειστές, από την πλευρά τους, ποσώς τους ενδιαφέρει πώς θα χρησιμοποιήσουν οι κυβερνήσεις τα χρήματα των δανείων. Για το μόνο που ενδιαφέρονται είναι πώς, μέσω των δανείων, θα αρπάξουν τα περισσότερα, πώς θα κουρσέψουν τη δανειζόμενη χώρα, ακόμα και με τον κίνδυνο αυτή να βρεθεί σε κίνδυνο να μην μπορεί να ανταποκριθεί στους άγριους τοκογλυφικούς όρους που της έχουν επιβληθεί και να κηρύξει στάση πληρωμών. Το κυνήγι του κέρδους είναι αυτό που εξιτάρει τους κεφαλαιοκράτες, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη διστάσουν ακόμα και να διαπράξουν έγκλημα, μπροστά στην προοπτική της αύξησης του μέσου ποσοστού κέρδους.
Η ελληνική περίπτωση
Κλασική περίπτωση μιας τέτοιας εξέλιξης αποτελεί η Ελλάδα. Τα αίτια φυσικά της σημερινής κρίσης είναι περισσότερο σύνθετα, καθώς στη διαδικασία αυτή βαρύνοντα ρόλο διαδραματίζουν οι επιλογές της αστικής τάξης να εντάξει τη χώρα στην τότε ΕΟΚ, η δημιουργία στη συνέχεια της ενιαίας αγοράς (1992) και η συμμετοχή στην ΟΝΕ το 2000. Μερίδιο, φυσικά, σ' αυτή την πορεία διεκδικεί και η άγρια τοκογλυφία από το ντόπιο και διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο. Υπήρχαν περίοδοι στις αρχές της δεκαετίας του '90 που το ελληνικό κράτος δανειζόταν με επιτόκια της τάξης του 20 και 25%. Με την υποτίμηση της δραχμής, το 1998, αυτοί που είχαν στα χέρια τους κρατικά ομόλογα με ρήτρα ξένου συναλλάγματος κυριολεκτικά έβγαλαν τρελά λεφτά, ενώ η Ελλάδα υπήρξε περιζήτητος πελάτης των ελληνικών και ξένων τραπεζών, οι οποίες της χορηγούσαν αφειδώς δάνεια, λόγω των υψηλών αποδόσεων που απολάμβαναν. Η υπερκερδοφορία των ελληνικών τραπεζών τις δύο τελευταίες δεκαετίες, σε μεγάλο βαθμό στηρίχθηκε στις υψηλές και αφορολόγητες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων που κρατούσαν στα χαρτοφυλάκιά τους. Αυτά καθεαυτά τα κρατικά ομόλογα κατέστησαν μοχλός λεόντειας αναδιανομής του εισοδήματος και διεύρυνσης του χάσματος πλούτου - φτώχειας, καθώς οι κάτοχοί τους αποζημιώνονταν με υψηλές αποδόσεις, πολλαπλάσιες των ονομαστικών αυξήσεων που αποσπούσαν οι εργαζόμενοι. Την περίοδο αυτή, διευρύνθηκε το στρώμα των ραντιέρηδων που τοποθετούσαν τα κεφάλαιά τους στα κρατικά ομόλογα, οι οποίοι ζούσαν με άνεση από τους τόκους που εισέπρατταν.Το 1997 ήταν έτος - τομή για τον κρατικό δανεισμό και την αναβάθμιση της ντόπιας και ξένης τοκογλυφίας. Τη χρονιά αυτή, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έκανε δεκτό το αίτημα των δανειστριών τραπεζών να αναλάβουν οι ίδιες επί της ουσίας τη διαχείριση του τεράστιου ελληνικού κρατικού χρέους, μέσω του θεσμού των «Βασικών Διαπραγματευτών». Οι «Βασικοί Διαπραγματευτές» είναι 22 ελληνικές και ξένες τράπεζες (από τις μεγαλύτερες του κόσμου, όπως οι αμερικανικές Morgan Stanley, J.P. Morgan, Merrill Lynch, Goldman Sachs, η γαλλική BNP Paribas, η γερμανική Deutsche Bank, η ελβετική Credit Suisse, η ιαπωνική Nomura κ.ά.). Αυτές, μαζί με τις Εθνική, Γιούρομπανκ, Αλφα Μπανκ, Εμπορική και Πειραιώς συμμετέχουν στη λεγόμενη πρωτογενή αγορά κρατικών ομολόγων. Είναι οι αποκλειστικοί διαπραγματευτές με το ελληνικό κράτος, καθώς μέσω μηνιαίων δημοπρασιών αγοράζουν τα κρατικά ομόλογα και τα μεταπωλούν στη συνέχεια - φυσικά με το ανάλογο κέρδος - σε ιδιώτες, ή στα λεγόμενα θεσμικά ταμεία. Το ερώτημα είναι, ποιος διαμορφώνει το επιτόκιο αγοράς των ομολόγων; Υποτίθεται ότι το επιτόκιο διαμορφώνεται ως ο μέσος όρος των ανταγωνιστικών προσφορών που κάνουν οι «Βασικοί Διαπραγματευτές». Λέμε όμως υποτίθεται, γιατί είναι κοινό μυστικό ότι οι δημοπρασίες δεν είναι παρά το κάλυμμα νομιμοποίησης του καρτέλ που έχουν συστήσει οι συμμετέχουσες τράπεζες, προκειμένου να διαμορφώνουν, μετά από προσυνεννόηση, τα επιτόκια στα επιθυμητά γι' αυτές επίπεδα. Ετσι ξεπουπουλιάζουν τη χρυσοφόρο όρνιθα, χωρίς αυτή να κακαρίζει.
Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου